Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης στον Βυζαντινό Παρθενώνα.
Ο Λουκάς υπήρξε ένας απ’ τους σημαντικότερους οσίους της βυζαντινής Ελλάδας, ενώ ο μακροσκελής Βίος του (γράφτηκε κατά τα τέλη του 10ου αιώνα) περιέχει πολλές πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες ζωής στην εποχή του. Οι παππούδες του ζούσαν αρχικά στην Αίγινα, αλλά στα μέσα του 10ου αιώνα, οι κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Αθήνα, τη Θήβα και την Πελοπόννησο εξαιτίας των Αράβων επιδρομέων που εξορμούσαν απ’ την Κρήτη. Η οικογένεια του Λουκά αναζήτησε καταφύγιο στη Φωκίδα, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου. Ο μετέπειτα όσιος γεννήθηκε κατά τα τέλη του 9ου αιώνα κι έδειξε από νωρίς την κλίση του στην ασκητική ζωή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του βίου του περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο στη νότια Ελλάδα, απαρνούμενος με κάθε τρόπο τα εγκόσμια. Πριν πεθάνει το 953, εγκαταστάθηκε τελικά στο Στείρι της Φωκίδας, όπου ίδρυσε μια μοναστική κοινότητα, η οποία σύντομα αποτέλεσε τον πυρήνα του μοναστηριού του Οσίου Λουκά. Το συγκρότημα είναι ένα απ’ τα ομορφότερα και πιο ξακουστά μνημεία της Βυζαντινής περιόδου.
Εδώ ενδιαφερόμαστε για ένα επεισόδιο απ’ τα νεανικά χρόνια του οσίου. Ύστερα απ’ το θάνατο του πατέρα του, του Στέφανου, επιχείρησε σε διάφορες περιστάσεις να εγκαταλείψει το σπίτι του με σκοπό να γίνει μοναχός. Την πρώτη φορά κατευθύνθηκε στη Θεσσαλία, όπου όμως αιχμαλωτίστηκε και παραλίγο να πουληθεί ως σκλάβος από κάποιους στρατιώτες. Τη δεύτερη φορά, τον καιρό ακριβώς που ο Χασέ διορίστηκε διοικητής του θέματος της Ελλάδας, ο Λουκάς ακολούθησε δύο μοναχούς που πήγαιναν απ’ τη Ρώμη στην Ιερουσαλήμ για προσκύνημα, παραπλανώντας τους για ν’ αποκρύψει τη σχέση με την οικογένειά του και τις υποχρεώσεις του απέναντι της.
[...] φεύγοντας, λοιπόν, κρυφά μαζί με τον Λουκά από την κώμη, κατευθυνθήκαν στην Αθήνα. Κι αφού πρώτα εισήλθαν στον εκεί ιερό ναό της Θεομήτορος και προσευχήθηκαν, τον άφησαν στο μοναστήρι που είχαν καταλύσει και τον παρέδωσαν στον ηγούμενο της μονής, τον οποίο έβαλαν να τους εγγυηθεί ότι ύστερα από λίγο καιρό θα τον έκειρε μοναχό και θα τον έκανε δεκτό στην υπέροχη αδελφότητα κι ύστερα ξαναπήραν ευθύς το δρόμο προς τον αρχικό τους προορισμό
Όμως η μητέρα του Λουκά, η Ευφρόσυνη, ανησυχούσε τόσο, ώστε προσευχόταν ακατάπαυστα για την επιστροφή του γιου της. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές της: ο ηγούμενος του μοναστηριού στην Αθήνα άρχισε να βλέπει όνειρα με αποτέλεσμα ν’ ανακρίνει τον νεαρό αδελφό και ν’ ανακαλύψει την αλήθεια. Ο Λουκάς εγκατέλειψε απρόθυμα το μοναστήρι κι επέστρεψε στη μητέρα του στη Φωκίδα.
Η σύντομη αυτή παρέκβαση περιέχει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία. Κατά πρώτον, αποδίδεται έμφαση στην εκκλησία: οι μοναχοί από τη Ρώμη επιθυμούσαν να προσευχηθούν μέσα στον ίδιο το ναό και όχι, για παράδειγμα, να προσκυνήσουν ιερά λείψανα ή εικόνες που βρίσκονταν στο εσωτερικό του. Κατά δεύτερον, ο συντάκτης του Βίου θεωρούσε δεδομένο ότι οι Βυζαντινοί του αναγνώστες γνώριζαν για ποια εκκλησία γινόταν λόγος, χωρίς να χρειαστεί να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις. Κατά τρίτον, η Αθήνα δεν αποτελούσε σταθμό στη θαλάσσια διαδρομή που οδηγούσε απ’ την Κόρινθο στην Ιερουσαλήμ. Κανονικά, ένας ταξιδιώτης θα έβρισκε ναύλο σ’ ένα πλεούμενο που κατευθυνόταν νοτιοανατολικά για να διασχίσει το Αιγαίο.
Η επίσκεψη στην Αθήνα σήμαινε ότι θα έπρεπε να λοξοδρομήσει, αν και η παράκαμψη δεν ήταν μεγάλη. Οι προσκυνητές απ’ τη Ρώμη πίστευαν, όπως φαίνεται, ότι άξιζε τον κόπο να προσευχηθούν στη Θεομήτορα μέσα στον ίδιο της το ναό στην Αθήνα, αν και δεν μπορούμε ν’ αποφανθούμε κατά πόσον η φήμη της είχε φτάσει μέχρι τη Ρώμη ή αν η επιλογή τους υπαγορεύθηκε από παραινέσεις ντόπιων που συνάντησαν στο ταξίδι τους. Οι δύο μοναχοί, ωστόσο, μάλλον δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Η Αθήνα πρέπει να είχε φιλοξενήσει συχνά δυτικούς προσκυνητές, που έκαναν μια στάση στην πόλη προτού συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ανατολή.
Αφού το ιερό ήταν αρκετά ξακουστό ώστε να προσελκύει «δευτερογενώς» προσκυνητές απ’ τη Ρώμη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποτελούσε πόλο έλξης πιστών και απ’ την ίδια την Ελλάδα. Το μοναστήρι, στο οποίο κατέλυσαν οι μοναχοί, θα είχε συχνά στεγάσει τέτοιους επισκέπτες. Οι πρόχειρες αυτές υποθέσεις που βασίζονται στο συγκεκριμένο σύντομο απόσπασμα καθίστανται εύλογες μόνο αν λάβουμε υπόψη μας την ύπαρξη μιας σταθερής ροής προσκυνητών στον Παρθενώνα. Ο Βίος του Αγίου Φαντίνου, τον οποίο θα εξετάσω παρακάτω, κάνει λόγο για δύο μοναχούς που πέρασαν απ’ τη Θεσσαλονίκη, κατευθυνόμενοι απ’ τον Άθω στην Αθήνα κατά τον ύστερο 10ο αιώνα, αλλά δυστυχώς αποσιωπά το σκοπό του ταξιδιού τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
apantaortodoxias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου