Οικοδέσποινα του μικρού σπιτιού όπου φυλάσσονταν τα αντικείμενα του οσίου Σεραφείμ, στην οδό Λιεσνάγια του Ντιβέγιεβο, ήταν η μεγαλόσχημη μοναχή Μαργαρίτα. Όμως επί πολλά έτη κανείς δεν ήξερε ότι είναι μυστική μοναχή και μεγαλόσχημη. Όλοι την ήξεραν ως μητερούλα Φρόσια, παρόλο που ήταν συνομήλικη με τον αιώνα: το 1983, όταν πήγα πρώτη φορά στο Ντιβέγιεβο, η μητερούλα μόλις είχε συμπληρώσει τα 83 χρόνια της.
Ο μυστικός μοναχισμός εμφανίστηκε την εποχή των τελευταίων διωγμών κατά της Εκκλησίας τον 20ο αιώνα. Ο μοναχός ή η μοναχή, που είχαν λάβει μυστική κουρά, έμεναν στον κόσμο, φορούσαν συνηθισμένα ρούχα, συχνά δούλευαν σε κοσμικά ιδρύματα, αλλά εκπλήρωναν αυστηρά όλες τις μοναχικές υποσχέσεις.
Την κουρά, όπως και το νέο όνομα, έπρεπε να τα ξέρει μόνο ο πνευματικός. Ακόμη και όταν κοινωνούσαν στους κανονικούς ναούς, αυτοί οι αθλητές έλεγαν το κοσμικό τους όνομα. Μυστικός μοναχός ήταν, για παράδειγμα, ο διάσημος Ρώσος φιλόσοφος και ακαδημαϊκός Αλέξιος Φιοντόροβιτς Λόσεφ. Στην κουρά τον ονόμασαν μοναχό Ανδρόνικο. Συνήθως σε όλες τις φωτογραφίες ο Λόσεφ παρουσιάζεται να φορά ένα παράξενο σκουφάκι και γυαλιά με τεράστιους φακούς. Ο Αλέξιος Φιοντόροβιτς φορούσε τέτοια γυαλιά διότι μετά από αρκετά χρόνια στα στρατόπεδα, στο κανάλι μεταξύ Λευκής και Βαλτικής θάλασσας σχεδόν τυφλώθηκε. Και το παράξενο μαύρο σκουφάκι το φορούσε, όχι επειδή φοβόταν το κρυολόγημα, όπως όλοι νόμιζαν. Ήταν μοναχικός σκούφος, το μοναδικό αντικείμενο από τη μοναχική ενδυμασία, που ο μοναχός Ανδρόνικος επέτρεπε στον εαυτό του να φέρει πάντοτε. Μετά τον πόλεμο ήρθε νέα περίοδος για την εκκλησιαστική ζωή: άρχισαν ν’ ανοίγουν οι ναοί, τα μοναστήρια. Άρχισε να χάνεται το νόημα της μυστικής κουράς. Και να που τότε επαληθεύτηκε ο γνωστός νόμος που λέει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται στην αρχή ως τραγωδία και στη συνέχεια σαν φάρσα.
Στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα κυκλοφορούσαν διάφορες ιστορίες, όπως εκείνη για κάποια γυναίκα, που εμφανιζόταν στη Λειτουργία ντυμένη ολόκληρη στα μαύρα, και έσπρωχνε αποφασιστικά το πράο πλήθος των ενοριτών, για να κοινωνήσει πρώτη, διακηρύσσοντας δυνατά το όνομά της: «Μυστική μοναχή Λουκέρια!».
Ο μητροπολίτης Πιτιρίμ διηγόταν ένα ανέκδοτο, που κυκλοφορούσε κι αυτό στους εκκλησιαστικούς κύκλους τη δεκαετία του ’50. Μια μοσχοβίτισσα κυρία πηγαίνει επίσκεψη σε μια γνωστή της. Εκείνη απλώνει στο τραπέζι πασιέντζα. Συγχυσμένη η φιλοξενούμενη ψιθυρίζει: «Μαρία Πετρόβνα! Μαρία Πετρόβνα! Δεν πρέπει να το πω σε κανένα, είναι μεγάλο μυστικό, μεγάλο μυστικό! Αλλά εσάς θα το πω….. Χθες έλαβα μυστική κουρά με το όνομα Κονκόρντια!». Η οικοδέσποινα ατάραχα ακουμπά το χαρτί και απαντά: «Ε, και; Εγώ είναι ήδη ο δεύτερος χρόνος που έχω λάβει το μεγάλο σχήμα!».
Για τη μητερούλα Φρόσια όλοι νόμιζαν ότι απλά ήταν πρώην δόκιμη στο μοναστήρι. Κι αν οι φιλοπερίεργοι της έκαναν ερωτήσεις για το θέμα του μοναχισμού, η μητερούλα απαντούσε, απολύτως ειλικρινά, ότι κάποτε αξιώθηκε να είναι δόκιμη στη μονή Ντιβέγιεβο. Αναγκάστηκε να αποκαλύψει το μοναχικό της όνομα μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με την ευλογία της ηγουμένης Σεργίας, της ηγουμένης της αναγεννημένης μονής του Ντιβέγιεβο, όπου μετακινήθηκε η μητερούλα Φρόσια τρία χρόνια πριν τα τέλη της.
Πριν απ’ αυτό ήταν απλά η Φρόσια. Μάλιστα η ίδια η μητερούλα αντιμετώπιζε τον εαυτό της με πολύ σκεπτικισμό κι ενίοτε ακόμη και περιφρονητικά. Κάποτε στο Τμήμα Εκδόσεων εκδώσαμε ένα πολύ όμορφο εικονoγραφημένο τευχίδιο, αφιερωμένο στον όσιο Σεραφείμ και την ιστορία της μονής Ντιβέγιεβο. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιου είδους έκδοση στη σοβιετική περίοδο.
Με την πρώτη ευκαιρία το έφερα στη μητερούλα Φρόσια για να της το δείξω. Ήταν τόσο γυαλιστερό, σύγχρονο, αστραφτερό, έντονα χρωματισμένο, που έμοιαζε από άλλο πλανήτη μέσα στο φτωχικό σπιτάκι της οδού Λιεσνάγια. Αλλά στη μητερούλα άρεσε πολύ. Άρχισε να κοιτάζει τις εικόνες και να γυρνά τις σελίδες με περιέργεια. «Αχ, πατερούλη Σεραφείμ!», χτύπησε τα χέρια της, βλέποντας την ωραία εικόνα του οσίου. «Η μητερούλα Αλεξάνδρα, η τροφός!», αναγνώρισε το πορτραίτο της πρώτης ηγουμένης της μονής Ντιβέγιεβο. Αγάθιας Σεμιόνοβνα Μελγκουνόβα.
Η μητερούλα Φρόσια ήξερε άριστα όλη την ιστορία του Ντιβέγιεβο, μια ιστορία που ήταν λίγο μικρότερη των 200 ετών. «Και αυτός; Ο Νικόλαος Αλεξάντροβιτς! Ο Μοτοβίλωφ!». Στο τέλος η μητερούλα άνοιξε την τελευταία σελίδα και μπροστά της εμφανίστηκε η δική της φωτογραφία. Για μια στιγμή στερήθηκε το χάρισμα του λόγου. Και ύστερα, χτυπώντας τα χέρια με ειλικρινή αγανάκτηση, αναφώνησε: «Φροσάκι! Κι εσύ εδώ; Ου, μάτια ξεδιάντροπα!».
Ήδη σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι μου στο Ντιβέγιεβο με τον π. Βονιφάτιο, η μητερούλα Φρόσια με παρεκάλεσε με απόλυτη απλότητα, την ώρα που με αποχαιρετούσε, να ξαναέρθω κοντά τους για να επισκευάσω τη στέγη και την αποθήκη. Υποσχέθηκα να το κάνω οπωσδήποτε και το καλοκαίρι επέστρεψα στο Ντιβέγιεβο, παίρνοντας μαζί δύο φίλους. Εγκατασταθήκαμε στην αποθήκη, στον αχυρώνα, και τη μέρα ασχολούμασταν με την επισκευή ενώ τα βράδια γυρνούσαμε στο κατεστραμμένο μοναστήρι, προσευχόμασταν μ’ αυτές τις εκπληκτικές μοναχές κι ακούγαμε τις αφηγήσεις της μητερούλας Φρόσιας, που για μένα ήταν ασύγκριτες.
Διηγούνταν ιστορίες για το παλιό Ντιβέγιεβο, για το πώς όλες τις δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας το μοναστήρι του Ντιβέγιεβο ζούσε υπό την καθοδήγηση του πατερούλη Σεραφείμ, είτε στις φυλακές, είτε στα στρατόπεδα, ή στις εξορίες΄ ή να, όπως τώρα, γύρω από την κατεστραμμένη μονή. Ήταν φανερό ότι ήθελε να μεταδώσει όλα, όσα φύλαγε στη μνήμη της, για να μην πεθάνουν μαζί της. Πηγή: σχεδόν άγιοι (π.Τύχων Σεβκούνωφ) ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Ηλεκτρονική επιμέλεια κειμένου.Χ.Τ
http://www.pentapostagma.gr/2012/10/blog-post_7627.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου