Ζητεῖ ὁ Κύριος τὰς καρδίας μας. Δὲν εἶναι λοιπὸν ἰδικαί του; Ἰδικαί του εἶναι. Διότι αὐτὸς μᾶς τὶς ἔδωκε. Δὲν μᾶς ἔπλασεν αὐτός; Καὶ δὲν ἔδωκεν εἰς τὸν καθένα μας ὅλα ὅσα ἔχει; Καὶ ὅπως ὁρίζει αὐτὸς τὰ πάντα, δὲν ὁρίζει λοιπὸν καὶ ἡμᾶς, καὶ δὲν ἔχει ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, ὅταν θελήσῃ, μὲ ἕνα πάλιν λόγον νὰ μᾶς ἐκμηδενίσῃ καὶ νὰ μᾶς ἀφανίσῃ ὁλοτελῶς; Ναί· ἔτσι εἶναι. Ἀλλὰ βλέπεις, ὅτι ὁ Ὕψιστος Θεὸς συγκαταβαίνει τόσον πολὺ εἰς τὴν μικρότητα τοῦ σκώληκος αὐτοῦ τῆς γῆς, ποὺ ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τοῦ λέγῃ: Ἰδικά μου εἶναι ὅλα. Καὶ τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸ κυρίαρχον θέλημά μου. Μὲ ὅλον δὲ ὅπου ὁρίζω καὶ σέ, ὅπως ὁρίζω ὅλα τὰ πλάσματά μου, σὲ ἀφίνω ἐλεύθερον. Καὶ μένει εἰς τὴν ἐξουσίαν σου καὶ εἰς τὴν διάθεσίν σου νὰ μοῦ δώσῃς ἢ νὰ μὴ μοῦ δώσῃς τὴν καρδίαν σου.
Ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ. Τόσον πολύ, ὥστε καὶ τὸν μονάκριβον Υἱόν μου παρέδωκα εἰς θάνατον διὰ σέ. Σὺ δὲν θὰ μὲ ἀγαπήσῃς; Καταδέχομαι νὰ ζητῶ τὴν καρδίαν σου. Δὲν θὰ μοῦ τὴν δώσῃς; Θὰ μοῦ τὴν ἀρνηθῇς; Εἰς τὴν ἐξουσίαν σου μένει. Δὲν σὲ ἀναγκάζω. Σοῦ τὴν ζητῶ, χωρὶς νὰ σὲ βιάζω. Κύτταξε, ἀδελφέ μου, πόσον προνομιοῦχοι εἴμεθα! Ὁ Θεὸς ὁ ἄπειρος, ποὺ δὲν τοῦ λείπει τίποτε, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχει ὅλα, ζητεῖ τὴν πτωχήν, τὴν ἀκάθαρτον, τὴν ρυπαρὰν καρδίαν μας! Μὲ ὅλην τὴν καρδίαν του ἕνας ἕκαστος Ἄγγελος τὸν λατρεύει καὶ τὸν ἀνυμνεῖ. Μὲ ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν του εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν. Τὸ μεγαλεῖον δὲ καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ Ὑψίστου ἔχει ἀπορροφήσει κάθε Ἄγγελον τόσον πολὺ καὶ τόσον βαθειά, ὥστε τίποτε ἄλλο δὲν τὸν ἀπασχολεῖ, παρὰ μόνον ὁ ὕμνος καὶ ἡ δοξολογία καὶ ἡ ἀπόλαυσις καὶ ὁ ἔρως τῆς ἀπείρου τοῦ Θεοῦ τελειότητος. Οὕτω πως καὶ ἡμεῖς. Τὀ ὅτι πρέπει νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τὸν Θεόν, ἀναγνωρίζεται ἀπὸ κάθε συνετὸν ἄνθρωπον.
Ὡσαύτως καθένας ποὺ σκέπτεται λογικὰ καὶ χωρὶς προκατάληψιν, θὰ εὕρισκεν ἐξ ὁλοκλήρου δίκαιον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ ἀποδίδῃ καὶ ὁ τόσον εὐεργετούμενος ἄνθρωπος εἰς τὸν εὐεργέτην του Θεὸν τὸν φόρον τῆς εὐχαριστίας του καὶ τῆς λατρείας του.
Ἀλλὰ «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὦν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» ἐρωτᾷ ὁ ψαλμῳδός. Τόσον πολὺ μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Κύριος, ὥστε λόγῳ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἀγάπης του καὶ στοργῆς του τὰς ἀναριθμήτους δωρεὰς καὶ εὐεργεσίας, ποὺ μᾶς παρέχει, μᾶς τὰς ἀνταποδίδει σἂν νὰ μᾶς τὰς χρεωστῇ καὶ σἂν νὰ εἶναι ὁφειλή του καὶ χρέος του πρὸς ἡμᾶς. Τί λοιπὸν θὰ τοῦ ἀνταποδώσωμεν καὶ ἡμεῖς; Ποίαν θυσίαν ἀναγνωρίσεως καὶ εὐχαριστίας, ποῖον δῶρον λατρείας καὶ προσκυνήσεως θὰ τοῦ προσφέρωμεν; Ἰδού, τί λέγει ὁ ἴδιος διὰ στόματος τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του, τοὺς Ἰσραηλίτας. Δὲν θὰ δεχθῶ, λέγει, «ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου» τράγους. Ὅλα εἶναι ἰδικά μου. «Ἐμά ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ», καθὼς καὶ τὰ ἥμερα «κτήνη», ποὺ βόσκουν «ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ οἱ βόες». Ὁλόκληρος «ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» ἰδική μου εἶναι. Καὶ ἐπὶ πλέον μήπως ἔχω ἀνάγκην ἐγὼ νὰ φάγω κρέατα ταύρων ἢ νὰ πίω αἵματα τράγων; «Υἱέ μου, δός μου τὴν καρδίαν σου». Ὅ,τι ἅλλο καὶ ἂν μοῦ προσφέρῃς, δὲν εἶναι ἰδικόν σου. Ἀπὸ τὸ βασίλειόν μου καὶ ἀπὸ τὴν δημιουργίαν μου θὰ τὸ πάρῃς. Ἐκεῖνο, ποὺ ἐγὼ ὁ Πλάστης σου ἀφῆκα εἰς τὴν ἐξουσίαν σου καὶ τὸ ἀνεγνώρισα ὡς ἰδικόν σου, εἶναι ἡ καρδία σου. Αὐτὴν σοῦ ζητῶ. Δὲν θὰ μοῦ τὴν δώσῃς; Σοῦ τὴν ζητῶ. Ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Ὅχι διότι θὰ προσθέσῃς κάτι εἰς τὴν δόξαν καὶ εἰς τὸ μεγαλεῖον μου μὲ τὴν δοξολογίαν καὶ τὴν λατρείαν, ποὺ θὰ ἀποδώσῃς εἰς ἐμέ. Χίλια καὶ μύρια καὶ ἀναρίθμητα στόματα, ἐὰν ἀπὸ συμφώνου ὅλα μαζῆ μὲ ἀνυμνήσουν, δὲν θὰ προσθέσουν τίποτε εἰς τὴν δόξαν μου. Ὅπως δὲν θὰ ἀφαιρέσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν μακαριότητά μου ἡ ἀδιαφορία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἢ ἡ καταφρόνησίς των ἢ καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη των, ἀκόμη δὲ καὶ ἡ ἀσέβειά των πρὸς ἐμέ. Αὐτούς, καὶ μόνον αὐτούς, θὰ βλάψῃ.
Ναί. Εἶναι γεγονός, ποὺ μόνον τυφλοὶ δὲν εἰμποροῦν νὰ τὸ ἵδουν, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν λατρεύει τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἐκδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς αὐτόν, μένει ἀναίσθητος πρὸ τοῦ μεγαλείου του καὶ τῆς ἀγαθότητός του. Μὲ τὴν ἀσυγχώρητον δὲ αὐτὴν ἀδιαφορίαν του ἀποξενοῦται βαθμηδὸν τελείως ἀπὸ τὸν Κύριον. Καὶ ἀποδεικνύεται ἀνάξιον δημιούργημά του, ὕπαρξις δυστυχής, ποὺ θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὸν οὐράνιον Πατέρα, διότι εἰς μάτην καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα δεικνύεται πρὸς αὐτὸν ἡ τόση ἀγαθότης καὶ πατρικὴ στοργὴ τοῦ Ὑψίστου. Τί λέγεις, λοιπόν, ἀναγνῶστα μοῦ; Ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς τὰς ζητεῖ, δὲν θὰ τοῦ δώσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰς καρδίας μας; Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας
http://www.pentapostagma.gr/2012/10/blog-post_20.html
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε για την ψυχωφελή αυτή ανάρτηση!
Καλή Δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου