Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
Περιττεύει η επισήμανση ότι η κοινωνία της χώρας μας σε μεγάλο βαθμό είναι πλέον δυτική.
Αυτό δεν το εκλαμβάνω ως πρόοδο (άλλωστε και οι υπέρμαχοι του εκδυτικισμού σκανδαλίζονται από τη νόθα και πρόχειρη εισαγωγή του δυτικού πολιτισμού στη χώρα μας, που δε μας επιτρέπει καν να αναπτυχθούμε με δυτικό τρόπο), αλλά ως συνέπεια της αδυναμίας μας να συγκροτήσουμε τη δική μας νεωτερικότητα, αν και τα πνευματικά και υλικοτεχνικά εφόδια υπήρχαν – μια νεωτερικότητα οικολογική, προοδευτική και θεραπευτική τόσο των πληγών μας όσο και των πληγών του πλησίον. Αν γι’ αυτή την ολιγωρία αξιοποίησης της ρωμέικης σοφίας, λόγιας και λαϊκής (ρωμέικης λέγοντας, εννοώ όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των λαών που απάρτιζαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία ως ένα έθνος, το διαμελισμό του οποίου σε «εθνικά κράτη» με βάση τη νεωτερική αντίληψη θεωρώ τεχνητό), ευθύνεται η ιστορία ή οι πνευματικοί και πολιτικοί ταγοί ή ο καθένας μας, και σε ποιο βαθμό, ούτε κι αυτό επιθυμώ επί του παρόντος να διερευνήσω.
Δεν περιττεύει ωστόσο να διευκρινίσω ότι η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται ιδεολογικά στη δύση και το δυτικό πολιτισμό, ούτε και ταυτίζεται με οποιονδήποτε συγκεκριμένο εθνικό ή πολιτισμικό χώρο. Ως ορθόδοξος οφείλω και επιθυμώ να ομολογήσω ότι η δύση ευρίσκεται σε αιρετική αιχμαλωσία από τον 11ο αιώνα μ.Χ. και σε αθεϊστική αιχμαλωσία από το 17ο αιώνα. Οι δυτικοί αδελφοί μου δεν είναι εχθροί μου, αλλά η αιχμαλωσία τους, που είναι ο δικός τους εχθρός, είναι αυτόματα και δικός μου, όχι μόνο ή όχι τόσο λόγω των αντιπαραθέσεων του παρελθόντος (αν και δεν είναι όλες μακρινές, γιατί η σφαγή των Σέρβων από τους παπικούς Ουστάσι συνέβη μόλις το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), όσο ακριβώς διότι ο δυτικός άνθρωπος είναι αδελφός μου και τα αδιέξοδά του μου προκαλούν οδύνη και με παρακινούν να του συμπαρασταθώ, αν μπορώ.
Η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δύση (παρά μόνο στην αιχμαλωσία της δύσης), για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί οι πνευματικές ρίζες της δύσης είναι ορθόδοξες, πατερικές και αγιοπνευματικές. Όλοι οι δυτικοί λαοί έχουν αναδείξει πλήθος αγίων, μαρτύρων, ασκητών και Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι κληρονόμοι της ίδιας ορθόδοξης πνευματικότητας με τους δικούς μας αντίστοιχους «ανατολικούς» αγίους. Μιλάω βέβαια για τους αγίους των δυτικών λαών προ του Σχίσματος (που φωτισμένοι σύγχρονοι ορθόδοξοι διδάσκαλοι, όπως ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς και ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, αγωνίστηκαν να τιμήσουν, συχνά ενάντια σε αγκυλώσεις και προκαταλήψεις[1]), ενώ για τους μεγάλους θεολόγους και φιλοσόφους του καθολικισμού δε μπορώ να πω ότι ανήκουμε στον ίδιο πνευματικό χώρο· μάλλον σε ριζικά αντίθετο, παρά τα κοινά προβλήματα και την κοινή αγωνία που ενίοτε μας αδελφώνει[2]. Το ίδιο και με τους νεώτερους και σύγχρονους δυτικούς στοχαστές, θεολόγους και φιλοσόφους, οι οποίοι (και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δύση) φρονώ ότι βασανίζονται από την επίγνωση μιας πνευματικής κρίσης αιώνων, που γεννά ηθική και κοινωνική κρίση και της οποίας τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις πολιτικές και κοινωνικές αιτίες και συνέπειες μπορούν να επισημάνουν, αλλά δε γνωρίζουν τη λύση της.
Δεν τη γνωρίζουν, γιατί οι ουσιώδεις (πνευματικές) αιτίες και συνέπειές της, καθώς και η λύση, βρίσκονται έξω από το δικό τους πολιτισμικό χώρο, στη ζωή και τη διδασκαλία των αγίων, δυτικών (ορθοδόξων) και ανατολικών, που όμως θεωρώ ταπεινά ότι η νεώτερη και σύγχρονη διανόηση δεν τους έχει αξιολογήσει σωστά, δίνοντας βάρος αποκλειστικά στη φιλοσοφία –έστω και υπό το όνομα της θεολογίας– και όχι στην αγιότητα, αφού ούτως ή άλλως και την τελευταία την εκλαμβάνει επίσης φιλοσοφικά. Δε θεωρεί δηλαδή ότι έχει να ωφεληθεί από τους βίους των αγίων, αλλά μόνον από τη σκέψη των μεγάλων Πατέρων, δηλαδή εκείνων των αγίων που υπήρξαν και φιλόσοφοι. Ο βίος μιας αγράμματης γιαγιάς, που όμως είχε φτάσει στη θέωση, δεν ενδιαφέρει τη σύγχρονη διανόηση – ο θεράπων της οποίας εξάλλου θα ρωτήσει πώς διαπιστώνεται ότι κάποιος «έφτασε στη θέωση» κ.τ.λ., διότι τα ορθόδοξα κριτήρια δεν τον πείθουν, καθότι μη ακαδημαϊκά[3].
Ας μου συγχωρεθεί να θεωρήσω ολέθρια αυτή την άποψη. Εξηγούμαι αμέσως: χωρίς τους βίους των αγίων δεν αποκαλύπτεται η «καλή αλλοίωση» του ανθρώπου, στην οποία οδηγεί η θεία χάρη, και η θεολογία εκπίπτει σε φιλοσοφία θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Αν ο βίος σύγχρονων αγίων, θαυματουργών αλλά κατά κόσμον αγράμματων, όπως οι μεγάλοι γέροντες Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης, περιφρονούνται λόγω προκατάληψης από πολλούς ως γραώδεις μύθοι, ας μελετήσουν Σωφρόνιο του Έσσεξ (Σαχάρωφ) ή το βίο του αγίου Σιλουανού, γραμμένο από το Σωφρόνιο, ή το βιβλίο του Γεωργίου Κρουσταλλάκη, καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, για το γέροντα Πορφύριο ή το βίο του αγίου Λουκά του Ιατρού, καθηγητή του πανεπιστημίου της Τασκένδης, κ.τ.λ. Πηγές, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Αναλυτικότερα βλ. στο άρθρο περί Νευροθεολογίας (εδώ http://enantiontoutheou.wordpress.com/2009/01/15/nevrotheologia/ .)
Η δυτική σκέψη, στο βαθμό που αναγνωρίζει το πρόβλημα, έχει ήδη κάνει ένα μεγάλο και επαινετό βήμα προς τη σωτηρία του δυτικού ανθρώπου· το βήμα αυτό όμως δεν αποτελεί την ίδια τη σωτηρία, η οποία είναι η επιστροφή εις Χριστόν, δηλαδή στις ορθόδοξες ρίζες της ίδιας της δύσης. Ας μην παρανοηθώ, δεν εννοώ μια επιστροφή του δυτικού ανθρώπου «σε μας», στην «ορθόδοξη αγκαλιά μας», γιατί κι εμείς χρειαζόμαστε μια παρόμοια επιστροφή εις Χριστόν. Εννοώ ακριβώς αυτό που είπα· η δύση ανακάλυψε τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, κάθε ηλικίας, φύλου, μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, ακόμη και τα δικαιώματα των ζώων, των φυτών και του ίδιου του πλανήτη (πράγματα, για τα οποία συχνά εμπνέεται από την παγανιστική ή πανθεϊστική κουλτούρα αλλότριων πολιτισμών), αλλά δεν ανακάλυψε τον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος θα υπερβεί τα πάθη του και θα σεβαστεί στην πράξη τα ανωτέρω δικαιώματα (του άλλου), ούτε το δρόμο που μέσα από αυτό το σεβασμό οδηγεί τον άνθρωπο στο θείο προορισμό του. Φυσικά δε γνωρίζει τις δικές της πηγές έμπνευσης γι’ αυτά τα θέματα, που θα μπορούσαν να την καθοδηγήσουν, και που είναι οι βίοι και η διδασκαλία των δικών της αρχαίων αγίων, της ενιαίας (και κατά τούτο ορθόδοξης – δυτικής, αλλά ενιαίας με τη δική μας) Εκκλησίας. Ανάλογη κρίση υφιστάμεθα και εμείς, εκδυτικισμένοι και αλλοτριωμένοι.
Η νεώτερη και σύγχρονη δυτική σκέψη λοιπόν δεν είναι εξίσου ωφέλιμη για τον άνθρωπο –ούτε για τον ίδιο το δυτικό άνθρωπο– με την πατερική σκέψη, ανατολική και δυτική, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να τη θέσουμε στην ίδια θέση με την ορθόδοξη κληρονομιά (η οποία, το τονίζω ξανά, δεν είναι «δική μας», αλλά κι εμείς μετέχουμε σ’ αυτήν, όσο μετέχει έκαστος κατά την προαίρεσή του). Δεν καταξιώνεται ορθοδόξως ούτε από τη διαπίστωση των υπαρκτών πράγματι επιρροών από δυτικούς στοχαστές, όσο θεμελιώδεις κι αν είναι, σε νεώτερους διδασκάλους της ορθόδοξης θεολογίας, Ρώσους και Έλληνες –δηλαδή δασκάλους μας ή δασκάλους των δασκάλων μας[4]. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνοι οι διδάσκαλοι, ενίοτε μεγάλοι, επιχείρησαν να συγκροτήσουν ακαδημαϊκή θεολογία σε ένα τοπίο ερειπίων, καθώς και να διαλεχθούν με μια ακμάζουσα δυτική θεολογική και φιλοσοφική διανόηση. Και οι δύο τιτάνιες απόπειρες αιτιολογούν τις επιρροές τους, όπως συνέβη ακόμη και στους αρχαίους χριστιανούς Πατέρες ή σε Πατέρες της εποχής της Τουρκοκρατίας (π.χ. αγίους Πέτρο Μογίλα[5], Κύριλλο Λούκαρι κ.ά., ενώ γνωστές οι επισημάνσεις του Χρ. Γιανναρά, στο Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, για τις δυτικές επιρροές στο έργο του αγ. Νικόδημου του Αγιορείτη), ανάλογα με το έργο που κλήθηκαν να επιτελέσουν σε κάθε εποχή, με στόχο φυσικά όχι πολιτικό ή κοινωνικό, ούτε καν «εθνικό», αλλά τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ωστόσο οι δυτικοί στοχαστές, που έστω ανακαλύπτουν τη σκέψη των Πατέρων και τη συζητούν, έχουν ήδη ανακαλύψει την απάντηση στην κρίση που υπαινίχθηκα παραπάνω, ενώ ορισμένοι βρίσκουν και το θάρρος να την αποδεχτούν. Οι τελευταίοι, όσο κι αν ακουστεί μη πολιτικά ορθό, είναι οι δυτικοί αδελφοί μας που γίνονται ορθόδοξοι, με ικανή μάλιστα προσφορά στον ορθόδοξο θεολογικό στοχασμό, από τον π. Πλακίδα Deseille και τον Ολιβιέ Κλεμάν ώς το Φίλιππο Σέρραρντ και τον επίσκοπο Κάλλιστο Ware ή τους Αμερικανούς ιερείς, ιερομόναχους και συγγραφείς Πέτρο Γκίλκουιστ, Σεραφείμ Ρόουζ, Δαμασκηνό Κρίστενσεν κ.ά.
Δηλαδή τους υπόλοιπους τους αποκλείω, τους «αναθεματίζω» κ.τ.τ.; Όχι, τους προσκαλώ· τους προσκαλώ σε μια ορθοδοξία που πολύ απέχει από το να συνιστά ιδεώδη κοινωνία αγίων, αν αυτό αναζητούν, είναι περισσότερο ένα νοσοκομείο και μάλιστα σε κρίση, αλλά μπορούν να διαλεχθούν με πολλούς καθ’ ημάς και εξ εσπερίας εκφραστές της ορθόδοξης πνευματικότητας, και ανέφερα ήδη μερικούς. Νομίζω ότι δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση αυτή η πρόταση.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. ιερομόναχος Δαμασκηνός, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μτφρ. μοναχός Παΐσιος Νεοσκητιώτης, Μυριόβιβλος 2007, τ. Β΄, σελ. 520-543, για τις αντιδράσεις που γνώρισαν (αλλά και την ένθερμη αποδοχή από άλλους) οι πατέρες Σ. Ρόουζ και Γερμανός Ποντμοσένσκυ, όταν άρχισαν να δημοσιεύουν ιστορικά άρθρα για την αρχαία δυτική ορθοδοξία στο περιοδικό The Orthodox Word.
[2] Ένα ιδιαίτερο κομμάτι της πνευματικότητας του καθολικισμού αποτελούν οι μυστικοί. Η ομάδα τους περιλαμβάνει ανθρώπους, «οι οποίοι προσεύχονταν, νήστευαν και αγρυπνούσαν, όπως οι παλιοί Πατέρες, που αφιερώνονταν με όλους τους τρόπους στους φτωχούς, τους αρρώστους και τους απόκληρους» (π. Πλακίδας Deseille, Η πορεία μου στην Ορθοδοξία, Ακρίτας 1993, σελ. 67, σημ. 15). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η αξιολόγηση από τον άγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ (σε νεαρή ηλικία ωστόσο, πάντως ήδη με κάποια πείρα προσευχής και χάριτος) των μυστικών εμπειριών του μεγάλου μυστικού της παπικής Εκκλησίας Ιωάννη του Σταυρού· βλ. αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας, έκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σελ. 183-187 και 272-273.
Είναι μεγάλος πειρασμός για τους ορθόδοξους να θεωρήσουμε τους δυτικούς αυτούς αγίους ως «καθ’ ημάς» αγίους, και δε μπορώ να αποκλείσω ως πολύ πιθανό ενδεχόμενο την ύπαρξη αγίων (όχι απλά σωσμένων) και στο χώρο του καθολικισμού, όπως και σε κάθε άλλο χώρο εκτός Εκκλησίας (ας με συγχωρέσουν ορισμένοι που τοποθετώ τον καθολικισμό εκτός Εκκλησίας, άσχετα ότι χρησιμοποιώ και το «παπική Εκκλησία» ως τεχνικό όρο· είναι σαφές ότι ανήκει είτε στο χώρο των σχισμάτων είτε, ως φρονώ ταπεινά, των αιρέσεων). Όμως απαιτείται προσοχή, δεδομένου ότι η κοινή αγωνία και τα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά των αγώνων δε φανερώνουν οπωσδήποτε την ύπαρξη κοινού πνεύματος και κοινού αποτελέσματος, δηλαδή κοινής χάριτος.
Τρεις θεμελιώδεις αποκλίσεις των δυτικών μυστικών, που γέννησαν άλλες, είναι, κατ’ εμέ: α) ο υπερτονισμός του συναισθήματος, ως αντίβαρο στη νοησιαρχία του σχολαστικισμού και λόγω παρανόησης της πατερικής έννοιας της καρδίας, που εξελήφθη ως ο χώρος των συναισθημάτων, σε αντίθεση με το νου (το «χώρο της λογικής»)· β) η άγνοια της επιστήμης της νοεράς προσευχής, άγνοια που είχε ως αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση της φαντασίας ως μέσου αναγωγής στο Θεό (πράγμα που αποφεύγουν με επιμέλεια οι αρχαίοι και οι ορθόδοξοι «εργάτες της νοεράς προσευχής»), ανοίγοντας το δρόμο για πλανημένα βιώματα· γ) η άγνοια της επιστήμης της διάκρισης των πνευμάτων (για την οποία βλ. στο άρθρο «Ιστορίες πλάνης»), που εμπόδισε τους δυτικούς μυστικούς να αξιολογήσουν με ασφάλεια τις δικές τους πνευματικές εμπειρίες διαχωρίζοντας τις πλάνες από τα γνήσια θεία βιώματα.
Προς διασάφηση παραπέμπω ενδεικτικά στο Α. Ι. Οσίποφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, Πνευματικοί λόγοι, για τους οποίους η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη (διάλεξη), Μόσχα 13 Σεπτεμβρίου 2000, όπου αξιολόγηση από ορθόδοξη πλευρά των πνευματικών εμπειριών κάποιων αγίων του καθολικισμού. Το κείμενο δημοσιεύεται στο http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/swsti1.htm.
[3] Στη βιβλιογραφία καταγράφονται πολλές περιπτώσεις σύγχρονων ανθρώπων, κατά κόσμον αγράμματων, που αγίασαν. Ενδεικτικά βλ. την περίπτωση της γερόντισσας Μαρίας, μεγαλόσχημης μοναχής και μητέρας του αγίου γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη, στο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους, σελ. 72-73 (και εδώ: http://www.oodegr.com/oode/asynithista/pn_empeiries/giagia1.htm).
Βλ. επίσης ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στο βιβλίο του αγίου γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Σουρωτής Θεσσαλονίκης 1993 (πρόσφατη ανατύπωση 2007), και στον τόμο Ασκητές μέσα στον κόσμο, έκδ. ησυχαστηρίου «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2008. Μια εντυπωσιακή μαρτυρία, σύγχρονη επίσης, καταγράφεται από τον καθηγητή π. Νικόλαο Λουδοβίκο στο «Ο Ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία» (http://imeroviglio.blogspot.com/2010/06/blog-post_21.html), κατά την οποία μια ομάδα ολιγογράμματων κατοίκων ενός χωριού έξω από τη Θεσσαλονίκη του ανέφερε με πλήρη φυσικότητα ότι βλέπει κατά καιρούς «εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κ.λ.π.».
[4] «Όπως και να έχει το πράγμα, μόνον η αυτοδύναμη συνάντηση της Ορθοδοξίας με τη δυτική φιλοσοφική και θεολογική νεωτερικότητα –κάτι που άρχισε μόλις τον 19ο αιώνα στη Ρωσσία– επέτρεψε ξανά θεολογικό και εκκλησιολογικό ειδικά προβληματισμό στον ορθόδοξο χώρο, συνυφασμένο με θεμελιώδη οντολογικά, κοσμολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα – τέτοιον που θα μπορούσε ίσως να τεθεί στο πλάι αυτού των πρώτων αιώνων της ελληνικής πατερικής συνθέσεως», π. Νικολάου Λουδοβίκου Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αρμός 2002, σελ. 95. Και: «Η λεγόμενη “θεολογική γενιά του ’60” […] χάρισε δηλαδή τη σπάνια ευφορία μιας ταυτότητας στον ήδη σαλευόμενο μέσα στις δίνες της δυτικής μετανεωτερικότητας Νεοέλληνα Ορθόδοξο – αν και τούτο το πέτυχε όχι πάντοτε παράγοντας ένα πρωτογενές ή πρωτότυπο έργο, αλλά κυρίως προσλαμβάνοντας, όσο πιο δημιουργικά μπόρεσε, μέρος του καινοφανούς φιλοσοφικοθεολογικού οργασμού στον ρωσικό ιδίως χώρο, αλλά και στον γόνιμο χώρο της νεώτερης δυτικής θεολογικοφιλοσοφικής αυτοσυνειδησίας, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες», του ίδιου, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα, Αρμός 2009, σελ. 70. Σε αυτά και εκτενέστερη διαπραγμάτευση του θέματος.
[5] Τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου από τη Ρωσική Εκκλησία. Βλ. Γεωργίου Εμμ. Πιπεράκι, Πανάγιον, έκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Μήλεσι 2006, σελ. 259.
http://vardavas.blogspot.gr/2010/10/blog-post.html
Περιττεύει η επισήμανση ότι η κοινωνία της χώρας μας σε μεγάλο βαθμό είναι πλέον δυτική.
Αυτό δεν το εκλαμβάνω ως πρόοδο (άλλωστε και οι υπέρμαχοι του εκδυτικισμού σκανδαλίζονται από τη νόθα και πρόχειρη εισαγωγή του δυτικού πολιτισμού στη χώρα μας, που δε μας επιτρέπει καν να αναπτυχθούμε με δυτικό τρόπο), αλλά ως συνέπεια της αδυναμίας μας να συγκροτήσουμε τη δική μας νεωτερικότητα, αν και τα πνευματικά και υλικοτεχνικά εφόδια υπήρχαν – μια νεωτερικότητα οικολογική, προοδευτική και θεραπευτική τόσο των πληγών μας όσο και των πληγών του πλησίον. Αν γι’ αυτή την ολιγωρία αξιοποίησης της ρωμέικης σοφίας, λόγιας και λαϊκής (ρωμέικης λέγοντας, εννοώ όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των λαών που απάρτιζαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία ως ένα έθνος, το διαμελισμό του οποίου σε «εθνικά κράτη» με βάση τη νεωτερική αντίληψη θεωρώ τεχνητό), ευθύνεται η ιστορία ή οι πνευματικοί και πολιτικοί ταγοί ή ο καθένας μας, και σε ποιο βαθμό, ούτε κι αυτό επιθυμώ επί του παρόντος να διερευνήσω.
Δεν περιττεύει ωστόσο να διευκρινίσω ότι η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται ιδεολογικά στη δύση και το δυτικό πολιτισμό, ούτε και ταυτίζεται με οποιονδήποτε συγκεκριμένο εθνικό ή πολιτισμικό χώρο. Ως ορθόδοξος οφείλω και επιθυμώ να ομολογήσω ότι η δύση ευρίσκεται σε αιρετική αιχμαλωσία από τον 11ο αιώνα μ.Χ. και σε αθεϊστική αιχμαλωσία από το 17ο αιώνα. Οι δυτικοί αδελφοί μου δεν είναι εχθροί μου, αλλά η αιχμαλωσία τους, που είναι ο δικός τους εχθρός, είναι αυτόματα και δικός μου, όχι μόνο ή όχι τόσο λόγω των αντιπαραθέσεων του παρελθόντος (αν και δεν είναι όλες μακρινές, γιατί η σφαγή των Σέρβων από τους παπικούς Ουστάσι συνέβη μόλις το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), όσο ακριβώς διότι ο δυτικός άνθρωπος είναι αδελφός μου και τα αδιέξοδά του μου προκαλούν οδύνη και με παρακινούν να του συμπαρασταθώ, αν μπορώ.
Η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δύση (παρά μόνο στην αιχμαλωσία της δύσης), για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί οι πνευματικές ρίζες της δύσης είναι ορθόδοξες, πατερικές και αγιοπνευματικές. Όλοι οι δυτικοί λαοί έχουν αναδείξει πλήθος αγίων, μαρτύρων, ασκητών και Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι κληρονόμοι της ίδιας ορθόδοξης πνευματικότητας με τους δικούς μας αντίστοιχους «ανατολικούς» αγίους. Μιλάω βέβαια για τους αγίους των δυτικών λαών προ του Σχίσματος (που φωτισμένοι σύγχρονοι ορθόδοξοι διδάσκαλοι, όπως ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς και ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, αγωνίστηκαν να τιμήσουν, συχνά ενάντια σε αγκυλώσεις και προκαταλήψεις[1]), ενώ για τους μεγάλους θεολόγους και φιλοσόφους του καθολικισμού δε μπορώ να πω ότι ανήκουμε στον ίδιο πνευματικό χώρο· μάλλον σε ριζικά αντίθετο, παρά τα κοινά προβλήματα και την κοινή αγωνία που ενίοτε μας αδελφώνει[2]. Το ίδιο και με τους νεώτερους και σύγχρονους δυτικούς στοχαστές, θεολόγους και φιλοσόφους, οι οποίοι (και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δύση) φρονώ ότι βασανίζονται από την επίγνωση μιας πνευματικής κρίσης αιώνων, που γεννά ηθική και κοινωνική κρίση και της οποίας τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις πολιτικές και κοινωνικές αιτίες και συνέπειες μπορούν να επισημάνουν, αλλά δε γνωρίζουν τη λύση της.
Δεν τη γνωρίζουν, γιατί οι ουσιώδεις (πνευματικές) αιτίες και συνέπειές της, καθώς και η λύση, βρίσκονται έξω από το δικό τους πολιτισμικό χώρο, στη ζωή και τη διδασκαλία των αγίων, δυτικών (ορθοδόξων) και ανατολικών, που όμως θεωρώ ταπεινά ότι η νεώτερη και σύγχρονη διανόηση δεν τους έχει αξιολογήσει σωστά, δίνοντας βάρος αποκλειστικά στη φιλοσοφία –έστω και υπό το όνομα της θεολογίας– και όχι στην αγιότητα, αφού ούτως ή άλλως και την τελευταία την εκλαμβάνει επίσης φιλοσοφικά. Δε θεωρεί δηλαδή ότι έχει να ωφεληθεί από τους βίους των αγίων, αλλά μόνον από τη σκέψη των μεγάλων Πατέρων, δηλαδή εκείνων των αγίων που υπήρξαν και φιλόσοφοι. Ο βίος μιας αγράμματης γιαγιάς, που όμως είχε φτάσει στη θέωση, δεν ενδιαφέρει τη σύγχρονη διανόηση – ο θεράπων της οποίας εξάλλου θα ρωτήσει πώς διαπιστώνεται ότι κάποιος «έφτασε στη θέωση» κ.τ.λ., διότι τα ορθόδοξα κριτήρια δεν τον πείθουν, καθότι μη ακαδημαϊκά[3].
Ας μου συγχωρεθεί να θεωρήσω ολέθρια αυτή την άποψη. Εξηγούμαι αμέσως: χωρίς τους βίους των αγίων δεν αποκαλύπτεται η «καλή αλλοίωση» του ανθρώπου, στην οποία οδηγεί η θεία χάρη, και η θεολογία εκπίπτει σε φιλοσοφία θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Αν ο βίος σύγχρονων αγίων, θαυματουργών αλλά κατά κόσμον αγράμματων, όπως οι μεγάλοι γέροντες Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης, περιφρονούνται λόγω προκατάληψης από πολλούς ως γραώδεις μύθοι, ας μελετήσουν Σωφρόνιο του Έσσεξ (Σαχάρωφ) ή το βίο του αγίου Σιλουανού, γραμμένο από το Σωφρόνιο, ή το βιβλίο του Γεωργίου Κρουσταλλάκη, καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, για το γέροντα Πορφύριο ή το βίο του αγίου Λουκά του Ιατρού, καθηγητή του πανεπιστημίου της Τασκένδης, κ.τ.λ. Πηγές, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Αναλυτικότερα βλ. στο άρθρο περί Νευροθεολογίας (εδώ http://enantiontoutheou.wordpress.com/2009/01/15/nevrotheologia/ .)
Η δυτική σκέψη, στο βαθμό που αναγνωρίζει το πρόβλημα, έχει ήδη κάνει ένα μεγάλο και επαινετό βήμα προς τη σωτηρία του δυτικού ανθρώπου· το βήμα αυτό όμως δεν αποτελεί την ίδια τη σωτηρία, η οποία είναι η επιστροφή εις Χριστόν, δηλαδή στις ορθόδοξες ρίζες της ίδιας της δύσης. Ας μην παρανοηθώ, δεν εννοώ μια επιστροφή του δυτικού ανθρώπου «σε μας», στην «ορθόδοξη αγκαλιά μας», γιατί κι εμείς χρειαζόμαστε μια παρόμοια επιστροφή εις Χριστόν. Εννοώ ακριβώς αυτό που είπα· η δύση ανακάλυψε τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, κάθε ηλικίας, φύλου, μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, ακόμη και τα δικαιώματα των ζώων, των φυτών και του ίδιου του πλανήτη (πράγματα, για τα οποία συχνά εμπνέεται από την παγανιστική ή πανθεϊστική κουλτούρα αλλότριων πολιτισμών), αλλά δεν ανακάλυψε τον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος θα υπερβεί τα πάθη του και θα σεβαστεί στην πράξη τα ανωτέρω δικαιώματα (του άλλου), ούτε το δρόμο που μέσα από αυτό το σεβασμό οδηγεί τον άνθρωπο στο θείο προορισμό του. Φυσικά δε γνωρίζει τις δικές της πηγές έμπνευσης γι’ αυτά τα θέματα, που θα μπορούσαν να την καθοδηγήσουν, και που είναι οι βίοι και η διδασκαλία των δικών της αρχαίων αγίων, της ενιαίας (και κατά τούτο ορθόδοξης – δυτικής, αλλά ενιαίας με τη δική μας) Εκκλησίας. Ανάλογη κρίση υφιστάμεθα και εμείς, εκδυτικισμένοι και αλλοτριωμένοι.
Η νεώτερη και σύγχρονη δυτική σκέψη λοιπόν δεν είναι εξίσου ωφέλιμη για τον άνθρωπο –ούτε για τον ίδιο το δυτικό άνθρωπο– με την πατερική σκέψη, ανατολική και δυτική, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να τη θέσουμε στην ίδια θέση με την ορθόδοξη κληρονομιά (η οποία, το τονίζω ξανά, δεν είναι «δική μας», αλλά κι εμείς μετέχουμε σ’ αυτήν, όσο μετέχει έκαστος κατά την προαίρεσή του). Δεν καταξιώνεται ορθοδόξως ούτε από τη διαπίστωση των υπαρκτών πράγματι επιρροών από δυτικούς στοχαστές, όσο θεμελιώδεις κι αν είναι, σε νεώτερους διδασκάλους της ορθόδοξης θεολογίας, Ρώσους και Έλληνες –δηλαδή δασκάλους μας ή δασκάλους των δασκάλων μας[4]. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνοι οι διδάσκαλοι, ενίοτε μεγάλοι, επιχείρησαν να συγκροτήσουν ακαδημαϊκή θεολογία σε ένα τοπίο ερειπίων, καθώς και να διαλεχθούν με μια ακμάζουσα δυτική θεολογική και φιλοσοφική διανόηση. Και οι δύο τιτάνιες απόπειρες αιτιολογούν τις επιρροές τους, όπως συνέβη ακόμη και στους αρχαίους χριστιανούς Πατέρες ή σε Πατέρες της εποχής της Τουρκοκρατίας (π.χ. αγίους Πέτρο Μογίλα[5], Κύριλλο Λούκαρι κ.ά., ενώ γνωστές οι επισημάνσεις του Χρ. Γιανναρά, στο Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, για τις δυτικές επιρροές στο έργο του αγ. Νικόδημου του Αγιορείτη), ανάλογα με το έργο που κλήθηκαν να επιτελέσουν σε κάθε εποχή, με στόχο φυσικά όχι πολιτικό ή κοινωνικό, ούτε καν «εθνικό», αλλά τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ωστόσο οι δυτικοί στοχαστές, που έστω ανακαλύπτουν τη σκέψη των Πατέρων και τη συζητούν, έχουν ήδη ανακαλύψει την απάντηση στην κρίση που υπαινίχθηκα παραπάνω, ενώ ορισμένοι βρίσκουν και το θάρρος να την αποδεχτούν. Οι τελευταίοι, όσο κι αν ακουστεί μη πολιτικά ορθό, είναι οι δυτικοί αδελφοί μας που γίνονται ορθόδοξοι, με ικανή μάλιστα προσφορά στον ορθόδοξο θεολογικό στοχασμό, από τον π. Πλακίδα Deseille και τον Ολιβιέ Κλεμάν ώς το Φίλιππο Σέρραρντ και τον επίσκοπο Κάλλιστο Ware ή τους Αμερικανούς ιερείς, ιερομόναχους και συγγραφείς Πέτρο Γκίλκουιστ, Σεραφείμ Ρόουζ, Δαμασκηνό Κρίστενσεν κ.ά.
Δηλαδή τους υπόλοιπους τους αποκλείω, τους «αναθεματίζω» κ.τ.τ.; Όχι, τους προσκαλώ· τους προσκαλώ σε μια ορθοδοξία που πολύ απέχει από το να συνιστά ιδεώδη κοινωνία αγίων, αν αυτό αναζητούν, είναι περισσότερο ένα νοσοκομείο και μάλιστα σε κρίση, αλλά μπορούν να διαλεχθούν με πολλούς καθ’ ημάς και εξ εσπερίας εκφραστές της ορθόδοξης πνευματικότητας, και ανέφερα ήδη μερικούς. Νομίζω ότι δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση αυτή η πρόταση.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. ιερομόναχος Δαμασκηνός, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μτφρ. μοναχός Παΐσιος Νεοσκητιώτης, Μυριόβιβλος 2007, τ. Β΄, σελ. 520-543, για τις αντιδράσεις που γνώρισαν (αλλά και την ένθερμη αποδοχή από άλλους) οι πατέρες Σ. Ρόουζ και Γερμανός Ποντμοσένσκυ, όταν άρχισαν να δημοσιεύουν ιστορικά άρθρα για την αρχαία δυτική ορθοδοξία στο περιοδικό The Orthodox Word.
[2] Ένα ιδιαίτερο κομμάτι της πνευματικότητας του καθολικισμού αποτελούν οι μυστικοί. Η ομάδα τους περιλαμβάνει ανθρώπους, «οι οποίοι προσεύχονταν, νήστευαν και αγρυπνούσαν, όπως οι παλιοί Πατέρες, που αφιερώνονταν με όλους τους τρόπους στους φτωχούς, τους αρρώστους και τους απόκληρους» (π. Πλακίδας Deseille, Η πορεία μου στην Ορθοδοξία, Ακρίτας 1993, σελ. 67, σημ. 15). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η αξιολόγηση από τον άγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ (σε νεαρή ηλικία ωστόσο, πάντως ήδη με κάποια πείρα προσευχής και χάριτος) των μυστικών εμπειριών του μεγάλου μυστικού της παπικής Εκκλησίας Ιωάννη του Σταυρού· βλ. αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας, έκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σελ. 183-187 και 272-273.
Είναι μεγάλος πειρασμός για τους ορθόδοξους να θεωρήσουμε τους δυτικούς αυτούς αγίους ως «καθ’ ημάς» αγίους, και δε μπορώ να αποκλείσω ως πολύ πιθανό ενδεχόμενο την ύπαρξη αγίων (όχι απλά σωσμένων) και στο χώρο του καθολικισμού, όπως και σε κάθε άλλο χώρο εκτός Εκκλησίας (ας με συγχωρέσουν ορισμένοι που τοποθετώ τον καθολικισμό εκτός Εκκλησίας, άσχετα ότι χρησιμοποιώ και το «παπική Εκκλησία» ως τεχνικό όρο· είναι σαφές ότι ανήκει είτε στο χώρο των σχισμάτων είτε, ως φρονώ ταπεινά, των αιρέσεων). Όμως απαιτείται προσοχή, δεδομένου ότι η κοινή αγωνία και τα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά των αγώνων δε φανερώνουν οπωσδήποτε την ύπαρξη κοινού πνεύματος και κοινού αποτελέσματος, δηλαδή κοινής χάριτος.
Τρεις θεμελιώδεις αποκλίσεις των δυτικών μυστικών, που γέννησαν άλλες, είναι, κατ’ εμέ: α) ο υπερτονισμός του συναισθήματος, ως αντίβαρο στη νοησιαρχία του σχολαστικισμού και λόγω παρανόησης της πατερικής έννοιας της καρδίας, που εξελήφθη ως ο χώρος των συναισθημάτων, σε αντίθεση με το νου (το «χώρο της λογικής»)· β) η άγνοια της επιστήμης της νοεράς προσευχής, άγνοια που είχε ως αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση της φαντασίας ως μέσου αναγωγής στο Θεό (πράγμα που αποφεύγουν με επιμέλεια οι αρχαίοι και οι ορθόδοξοι «εργάτες της νοεράς προσευχής»), ανοίγοντας το δρόμο για πλανημένα βιώματα· γ) η άγνοια της επιστήμης της διάκρισης των πνευμάτων (για την οποία βλ. στο άρθρο «Ιστορίες πλάνης»), που εμπόδισε τους δυτικούς μυστικούς να αξιολογήσουν με ασφάλεια τις δικές τους πνευματικές εμπειρίες διαχωρίζοντας τις πλάνες από τα γνήσια θεία βιώματα.
Προς διασάφηση παραπέμπω ενδεικτικά στο Α. Ι. Οσίποφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, Πνευματικοί λόγοι, για τους οποίους η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη (διάλεξη), Μόσχα 13 Σεπτεμβρίου 2000, όπου αξιολόγηση από ορθόδοξη πλευρά των πνευματικών εμπειριών κάποιων αγίων του καθολικισμού. Το κείμενο δημοσιεύεται στο http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/swsti1.htm.
[3] Στη βιβλιογραφία καταγράφονται πολλές περιπτώσεις σύγχρονων ανθρώπων, κατά κόσμον αγράμματων, που αγίασαν. Ενδεικτικά βλ. την περίπτωση της γερόντισσας Μαρίας, μεγαλόσχημης μοναχής και μητέρας του αγίου γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη, στο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους, σελ. 72-73 (και εδώ: http://www.oodegr.com/oode/asynithista/pn_empeiries/giagia1.htm).
Βλ. επίσης ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στο βιβλίο του αγίου γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Σουρωτής Θεσσαλονίκης 1993 (πρόσφατη ανατύπωση 2007), και στον τόμο Ασκητές μέσα στον κόσμο, έκδ. ησυχαστηρίου «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2008. Μια εντυπωσιακή μαρτυρία, σύγχρονη επίσης, καταγράφεται από τον καθηγητή π. Νικόλαο Λουδοβίκο στο «Ο Ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία» (http://imeroviglio.blogspot.com/2010/06/blog-post_21.html), κατά την οποία μια ομάδα ολιγογράμματων κατοίκων ενός χωριού έξω από τη Θεσσαλονίκη του ανέφερε με πλήρη φυσικότητα ότι βλέπει κατά καιρούς «εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κ.λ.π.».
[4] «Όπως και να έχει το πράγμα, μόνον η αυτοδύναμη συνάντηση της Ορθοδοξίας με τη δυτική φιλοσοφική και θεολογική νεωτερικότητα –κάτι που άρχισε μόλις τον 19ο αιώνα στη Ρωσσία– επέτρεψε ξανά θεολογικό και εκκλησιολογικό ειδικά προβληματισμό στον ορθόδοξο χώρο, συνυφασμένο με θεμελιώδη οντολογικά, κοσμολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα – τέτοιον που θα μπορούσε ίσως να τεθεί στο πλάι αυτού των πρώτων αιώνων της ελληνικής πατερικής συνθέσεως», π. Νικολάου Λουδοβίκου Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αρμός 2002, σελ. 95. Και: «Η λεγόμενη “θεολογική γενιά του ’60” […] χάρισε δηλαδή τη σπάνια ευφορία μιας ταυτότητας στον ήδη σαλευόμενο μέσα στις δίνες της δυτικής μετανεωτερικότητας Νεοέλληνα Ορθόδοξο – αν και τούτο το πέτυχε όχι πάντοτε παράγοντας ένα πρωτογενές ή πρωτότυπο έργο, αλλά κυρίως προσλαμβάνοντας, όσο πιο δημιουργικά μπόρεσε, μέρος του καινοφανούς φιλοσοφικοθεολογικού οργασμού στον ρωσικό ιδίως χώρο, αλλά και στον γόνιμο χώρο της νεώτερης δυτικής θεολογικοφιλοσοφικής αυτοσυνειδησίας, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες», του ίδιου, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα, Αρμός 2009, σελ. 70. Σε αυτά και εκτενέστερη διαπραγμάτευση του θέματος.
[5] Τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου από τη Ρωσική Εκκλησία. Βλ. Γεωργίου Εμμ. Πιπεράκι, Πανάγιον, έκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Μήλεσι 2006, σελ. 259.
http://vardavas.blogspot.gr/2010/10/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου