Το 868 μ.Χ. οι άγριοι Βίκινγκς επιτέθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία. Ο άγιος Έντμουντ, βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, αφού αντέταξε σθεναρή αλλά μάταιη αντίσταση, παραδόθηκε στους Βίκινγκς το 869, για να πάψει η αιματοχυσία και στους δύο στρατούς. Θανατώθηκε με βέλη, δεμένος σε ένα δέντρο, αρνούμενος να σώσει τη ζωή του εγκαταλείποντας το χριστιανισμό. Ο λαός της Αγγλίας τον τίμησε και τον τιμά ως άγιο και ήρωα.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι παράλογο οι κατακτητές να τιμούν ως άγιο το βασιλιά των κατακτημένων, που οι ίδιοι κατανίκησαν, τον ανάγκασαν να παραδοθεί και τον βασάνισαν μέχρι θανάτου δεμένο σ’ ένα δέντρο σαν κοινό δούλο. Είναι παράλογο να τιμούν ως άγιο τον εθνικό ήρωα των κατακτημένων, που εμψυχώνει τα όνειρα και τις εθνικές φιλοδοξίες τους. Τα 10 ή 20 χρόνια είναι πολύ λίγα, για να έχει ξεχαστεί η βαριά ήττα στις ψυχές των Βρετανών (τα θύματα, οι λεηλασίες και όλα τα επακόλουθα) και να ζήσουν σαν αδέρφια με τους πρώην επιδρομείς, που ήταν πλέον «άποικοι». Ας θυμηθούμε ότι το 1031 οι Δανοί κατακτητές της Νορβηγίας προσπάθησαν να αποτρέψουν την αναγνώριση του νεκρού βασιλιά Όλαφ Β΄ ως αγίου από τους Νορβηγούς. Το 1594 οι Τούρκοι έκαψαν, στο Μιλέσοβο της τουρκοκρατούμενης Σερβίας, το άφθορο σώμα του θαυματουργού αγίου Σάββα της Σερβίας, που αποτελούσε εθνικό σύμβολο των υπόδουλων Σέρβων. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να αποτρέψουν την απόδοση τιμής από τους ραγιάδες στους αγίους νεομάρτυρες, ξέροντας ότι αυτή η τιμή εγκυμονεί επαναστάτες. Έτσι τους εξέθεταν άταφους, πετούσαν τα σώματά τους στη θάλασσα ή προσπαθούσαν να τα κάψουν κ.τ.λ. Ο Charles Williamson σε επιστολή του στον Joseph Tarn, περιγράφοντας το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρα Αθανασίου στη Σμύρνη (του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας), έγραψε ότι, αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, οι Τούρκοι έχυσαν κουβάδες με νερό στο λαιμό και το κεφάλι του, για να μην προλάβει το συγκεντρωμένο χριστιανικό πλήθος να πάρει από το αίμα του αγίου βουτώντας τα μαντήλια του (1).
Αυτό λοιπόν το παράδοξο, να τιμηθεί ο άγιος Έντμουντ από τους κατακτητές και δημίους του, μπορεί να ερμηνευτεί πολιτικά, αλλά κατά τη γνώμη μας η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι οι Βίκινγκς αναγνώρισαν την αγιότητά του λόγω των πολλών θαυμάτων του – όπως ακριβώς και οι μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν την αγιότητα της Παναγίας, του αγ. Γεωργίου, του αγ. Αρσένιου του Καππαδόκη κ.π.ά., λόγω των πολλών θαυμάτων τους. Πιθανόν η περίπτωση του αγίου Έντμουντ να είναι μία από τις πρώτες περιπτώσεις, όπου Νορβηγοί Βίκινγκς συνάντησαν το χριστιανισμό και τον μετέφεραν στην πατρίδα τους – δημιουργώντας εκεί τους πρώτους μικρούς και άγνωστους θύλακες χριστιανών.
Βασιλιάς Όλαφ Α΄ - Ο αποτυχημένος «ιεραπόστολος» (δεν τιμάται ως άγιος)
Δισέγγονος του βασιλιά Χάραλντ Α΄ και γιος του ισχυρού Βίκινγκ τοπάρχη Τρύγκβι Όλαφσον, ο Όλαφ Τρύγκβεσον (Olaf I Tryggvason, περ. 963-1000 μ.Χ.) φυγαδεύτηκε από τη μητέρα του Άστριντ μετά τη δολοφονία του πατέρα του από το βασιλιά Χάραλντ Β΄ και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Νόβγκοροντ, στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου αγίου Βλαδίμηρου. Στη συνέχεια πολέμησε υπό τις διαταγές του Βένδου ηγεμόνα Βουρισλάβου, του οποίου και παντρεύτηκε την κόρη. Κατά την περίοδο 990-993 διέμεινε στην Ιρλανδία, όπου ασπάστηκε το χριστιανισμό (χωρίς να βαφτιστεί) και παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μια Ιρλανδή πριγκίπισσα. Το 991 και 994 συμμετείχε σε δύο επιδρομές των Βίκινγκς κατά της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης, βαπτίστηκε χριστιανός με ανάδοχο το βασιλιά Εθελρέδο Β΄. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Νορβηγία (995) και με τη βοήθεια ισχυρών τοπαρχών κατόρθωσε, μετά το θάνατο του βασιλιά Χάακον, να αναγορευτεί βασιλιάς.
Ικανός και φιλόδοξος βασιλιάς, ο Όλαφ ενοποίησε μεγάλο μέρος της Σκανδιναβίας υπό το σκήπτρο του και προσπάθησε να εισχωρήσει στη διαδοχή του θρόνου της Σουηδίας, μέσω γάμου με την πριγκίπισσα Ζίγκφριντ την Υπερήφανη. Απέτυχε όμως, γιατί προσπάθησε να επιβάλει τη χριστιανική πίστη στην παραλίγο σύζυγό του, ενώ εκείνη επέμεινε πεισματικά στη λατρεία των θεών της. Έτσι, ο Όλαφ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο τη Δανή πριγκίπισσα Θάυρα, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως δικαιούχο των κτήσεών της. Τελικά κήρυξε επεκτατικό πόλεμο εναντίον της Δανίας και της Σουηδίας, κατά τη διάρκεια του οποίου πνίγηκε στη ναυμαχία του Σβέλντερ (ρίχτηκε στη θάλασσα για να μην αιχμαλωτιστεί). Η ήττα αυτή και ο θάνατός του προκάλεσαν τη δανοσουηδική κυριαρχία στη Νορβηγία (1000-1015), η οποία έληξε σε πρώτη φάση με τη δράση του αγίου Όλαφ Β΄.
Ο Όλαφ Α΄ εργάστηκε με πάθος για τη διάδοση του χριστιανισμού στους ειδωλολατρικούς πληθυσμούς της χώρας του και των αποικιών της (Ισλανδία, Γροιλανδία, Φερόες κ.ά.). Το πάθος αυτό όμως, σε συνδυασμό με τη φιλοδοξία του, φαίνεται πως τον οδήγησε να φερθεί ως Βίκινγκ και όχι ως χριστιανός! Προσπάθησε να επιβάλει το χριστιανισμό με τη βία, κηρύσσοντας διωγμό κατά της αρχαίας σκανδιναβικής θρησκείας και υποβάλλοντας σε βασανιστήρια και φρικτούς θανάτους όσους του αντιστέκονταν. Συνέχισε δηλαδή να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που θα συμπεριφερόταν, αν δεν είχε γνωρίσει ποτέ το χριστιανισμό – για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς, είναι φανερό ότι ποτέ δεν τον γνώρισε αληθινά. Περιττό να πούμε ότι η προσπάθειά του έπεσε στο κενό, καθώς ο πληθυσμός της Νορβηγίας, ακόμη και σε περιπτώσεις που επιφανειακά αποδεχόταν το βάπτισμα, εξακολούθησε να λατρεύει τους αρχαίους θεούς του και να εφαρμόζει τα σκληρά του έθιμα, όπως η έκθεση των βρεφών (δηλ. η συνήθεια να εγκαταλείπονται τα ανεπιθύμητα μωρά στα δάση, για να πεθάνουν ή να κατασπαραχθούν από τα θηρία).
Ωστόσο, παρόλο που απορρίπτουμε ασυζητητί τις αποτρόπαιες μεθόδους, που φέρεται να χρησιμοποίησε ο Όλαφ, πρέπει να επισημάνουμε κάτι παράδοξο: αμέσως μετά το θάνατό του ο Όλαφ Α΄ μετατράπηκε σε θρυλικό ήρωα που αγαπήθηκε υπερβολικά από τους Νορβηγούς (δεν τιμάται ως άγιος). Είναι ένας από τους λαοφιλέστερους ήρωες της Νορβηγίας και το πρόσωπό του έδωσε έμπνευση για πολλά επικά και καλλιτεχνικά έργα τους αιώνες που ακολούθησαν. Δημιουργήθηκε μάλιστα ο θρύλος ότι δε σκοτώθηκε, αλλά πρόκειται να επιστρέψει για να αποτινάξει το δανοσουηδικό ζυγό!
Ειλικρινά, πρόκειται για μια παραδοξότητα, που ίσως πρέπει να μας κάνει να επανεξετάσουμε την εικόνα που έχει καθιερωθεί γι’ αυτόν. Ένας λαός δεν τιμά ως μεγάλο εθνικό του ήρωα (που προσδοκά με ελπίδα την επιστροφή του) ένα βασιλιά που επιτίθεται εναντίον του ίδιου του λαού του και, με σωρεία φρικαλεοτήτων, επιχειρεί να ξεριζώσει την ιστορική αρχαία θρησκεία του και να επιβάλει μια ξένη θρησκεία – και μάλιστα να επιβάλει σ’ ένα περήφανο πολεμικό έθνος τη θρησκεία ενός νικημένου και ταπεινωμένου εχθρού του. Ένας λαός –και μάλιστα πολεμικός και αδούλωτος– δεν τιμά ως μεγάλο εθνικό του ήρωα έναν βασιλιά, που η επεκτατική πολιτική του προκαλεί συντριπτική ήττα και πολυετή υποδούλωση. Εκτός αν έχει άλλους λόγους να τον αγαπήσει τόσο, αν δηλαδή άλλες, θετικές πράξεις του ξεπέρασαν σε σημασία, για τη συνείδηση του λαού, την ήττα και την ξένη κατοχή που προκάλεσε με την υπέρμετρη φιλοδοξία του.
Μήπως λοιπόν ο Όλαφ δεν ήταν τόσο σκληρός όσο τον παρουσιάζουν οι μεσαιωνικές πηγές, όπως ο Ισλανδός συγγραφέας του 12ου αιώνα Σνόρι Στούρλουσον (Snorri Sturluson); Ή μήπως οι αναφορές αυτές παρανοήθηκαν, και η σκληρότητά του στράφηκε στην πραγματικότητα μόνον ενάντια σε μάγους και σε εκμεταλλευτές του λαού και ενάντια σε ανθρώπους που επέμεναν σε απάνθρωπες πρακτικές, όπως η έκθεση των βρεφών και οι ανθρωποθυσίες για τη λατρεία των αρχαίων θεών (2); Μήπως αυτά τα αρχαία σκανδιναβικά έθιμα ήταν ένας λόγος να θέλει ένα μέρος τουλάχιστον του λαού να αντικατασταθεί η ειδωλολατρία με το χριστιανισμό; Μήπως (πράγμα πολύ πιθανό) η βία του Όλαφ δεν στράφηκε τόσο κατά των ανθρώπων που «αρνούνταν να γίνουν χριστιανοί», όσο κατά των πολεμιστών αντιπάλων του και των οπαδών τους, πράγμα αποδεκτό από τα σκληρά ειδωλολατρικά ήθη του πολιτισμού των Βίκινγκς;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τα απαντήσουμε μετά από τόσους αιώνες. Γεγονός είναι ότι η βάπτιση του Όλαφ στην Αγγλία πρέπει να αποδοθεί μάλλον σε ειλικρινή πίστη, παρά σε πολιτικές ή άλλου είδους σκοπιμότητες, αφού οι επιδρομείς είχαν κατανικήσει το αγγλικό βασίλειο και είχαν λάβει 16.000 λίβρες χρυσού για να σταματήσουν τις επιδρομές. Δεν έχει νόημα ο υπερήφανος νικητής να ασπάζεται τη θρησκεία του ηττημένου αντιπάλου του, και μάλιστα να προσπαθεί να την επιβάλει στο λαό του. Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι στα Έπη της Βινλανδίας (Vinland Sagas – Vinland, δηλ. «γη του κρασιού», είναι το όνομα που έδωσαν οι Βίκινγκς στην αμερικάνικη γη, όταν ταξίδεψαν σ’ αυτήν κατά τη βασιλεία του Όλαφ Α΄), που γράφτηκαν γύρω στο 1200 και αφηγούνται, μεταξύ άλλων, το ιεραποστολικό ταξίδι του Λεφ Έρικσον (Λεφ του Τυχερού) στη Γροιλανδία, αποστολή που του ανέθεσε ο Όλαφ Α΄, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε βίαιες μεθόδους εκχριστιανισμού. Γιατί; Ο βίαιος ξεριζωμός της αρχαίας θρησκείας και η επιβολή μιας ξένης θρησκείας είναι κάτι πολύ τραυματικό, για να ξεχαστεί μέσα σε 200 χρόνια από ένα υπερήφανο και ανυπόταχτο λαό (ας μην ξεχνάμε ότι η Κρήτη π.χ. παρέμεινε υπόδουλη στους Ενετούς πάνω από τέσσερις αιώνες, 1211-1669, και ποτέ δεν έπαψαν οι επαναστάσεις – ομοίως και κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας σε ολόκληρο το χριστιανικό χώρο κ.τ.λ., ενώ ανάλογες είναι οι ιστορικές περιπέτειες πολλών γενναίων λαών, που παρέμειναν υπόδουλοι για αιώνες, σε όλη τη Γη).
Σημειωτέον, ότι από πολιτική άποψη ο εκχριστιανισμός δεν πρόσφερε τίποτε στον Όλαφ. Του στέρησε τη δυνατότητα να εισχωρήσει στο βασίλειο της Σουηδίας (αν δεν ήταν ειλικρινά πιστός, έστω και πρωτόγονα και δεισιδαιμονικά, θα μπορούσε να απαρνηθεί την πίστη για να παντρευτεί τη Ζίγκφριντ), ενώ ο ίδιος πολέμησε ενάντια σε χριστιανούς βασιλιάδες και μάλιστα ηττήθηκε από χριστιανούς: το βασιλιά της Δανίας Σβέιν το Διχαλογένη (Σβέιν Σαλούβαρδος, Sweyn Forkbeard, 986 - 1014)Σκότκονουνγκ (Όλαφ ο Αγαπητός, Olof Skötkonung, 995 – 1022), γιο του Έρικ του Κατακτητή και της Ζίγκφριντ της Υπερήφανης, της παραλίγο συζύγου του Όλαφ Α΄. Και οι δύο βασιλιάδες φαίνεται πως ήταν άνθρωποι σοφοί, με επίγνωση του χριστιανικού μηνύματος: διευκόλυναν τη δράση χριστιανών ιεραποστόλων στη Δανία και τη Σουηδία αντίστοιχα, αλλά δε χρησιμοποίησαν βία ενάντια σε όσους δεν επιθυμούσαν να βαπτιστούν. Ο Όλαφ Σκότκονουνγκ ίδρυσε και την πρώτη σουηδική επισκοπή στην πόλη Σκάρα. Ο ίδιος μάλιστα πέθανε ως μάρτυρας στη Στοκχόλμη – δολοφονήθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες, αρνούμενος να θυσιάσει στα είδωλα (τιμάται από τη δυτική Εκκλησία στις 30 Ιουλίου).
Άγιος Όλαφ Β΄, βασιλιάς των Νορβηγών
Όλαφ Χάραλντσσον (Olav Haraldsson, Olav den Hellige, Hellig Olav, 995-1030) κατέχει μια μοναδική θέση μεταξύ των Νορβηγών αγίων. Γιος ενός Νορβηγού αρχηγού και γόνος της βασιλικής οικογένειας της Νορβηγίας, άγιος της Ορθοδοξίας και εθνικός ήρωας της πατρίδας του, καθιέρωσε την πρώτη εθνική νομοθεσία της Νορβηγίας και συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση του λαού του στο χριστιανισμό.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών συμμετείχε σε επιδρομές των Βίκινγκς εναντίον της Αγγλίας, και στη συνέχεια έλαβε μέρος σε μάχες στο πλευρό των ορθόδοξων χριστιανών βασιλέων Ριχάρδου της Νορμανδίας και Έθελμπερτ της Αγγλίας. Γύρω στο 1013 βαφτίστηκε χριστιανός στη Ρουέν της Νορμανδίας. Επέστρεψε στη Νορβηγία το 1015 και –προσεταιριζόμενος διάφορους ισχυρούς ευγενείς– κατόρθωσε να απαλλάξει τη χώρα του από τη δανοσουηδική κυριαρχία και να ανακηρυχτεί βασιλιάς (Όλαφ Β΄). Η βασιλεία του τα επόμενα 11 χρόνια θεωρείται μια βασιλεία σχετικής ειρήνης. Ενίσχυσε το κύρος του βασιλικού θεσμού ενώνοντας τη χώρα, οργανώνοντας το κράτος και το στρατό, αλλά και αποδυναμώνοντας τους τοπικούς αρχηγούς, ενώ συγχρόνως εργάστηκε για τη διάδοση του χριστιανισμού στην πατρίδα του. Στην προσπάθειά του αυτή έφερε ιερείς και ιεραποστόλους στη Νορβηγία, με κυριότερο τον επίσκοπο Γκριμ του Κελ (Grim Kjell, Γκρίμκελ).
Ο άγιος Όλαφ Β΄ ανακήρυξε επίσημα τη Νορβηγία χριστιανικό βασίλειο το 1024 και επέβαλε μια νομοθεσία βασισμένη στο χριστιανικό ήθος, που θεωρείται η πρώτη εθνική νομοθεσία της Νορβηγίας. Η νομοθεσία αυτή καθιερώθηκε στη συνεδρίαση της Ting (Κοινοβούλιο). Έπληττε καίρια τα αρχαία νορβηγικά έθιμα και επέβαλλε την εφαρμογή της με ποινές θανάτου και ακρωτηριασμών. Φυσικά η «επιβολή του χριστιανισμού», από χριστιανική άποψη δεν είναι σωστή. Για να κατανοήσουμε όμως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περίπτωσή μας, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι τα σκληρά έθιμα των Βίκινγκς, που καταργούνταν με τη νομοθεσία του 1024, καταπατούσαν βίαια την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Αυτό ήταν φυσικό, αφού στις παγανιστικές κοινωνίες κατά κανόνα ήταν άγνωστη η ιδέα του σεβασμού στον άνθρωπο – αλλά επίσης ήταν φυσικό ένας βασιλιάς που θέλει να αναβαθμίσει τη χώρα του να προσπαθήσει να πατάξει τις απάνθρωπες αρχαίες πρακτικές.
Ανάμεσα στα άλλα, απαγορεύτηκε η «έκθεση των βρεφών», ο βιασμός, οι αναγκαστικοί γάμοι, η πολυγαμία και ο γάμος μεταξύ στενών συγγενών. Ελήφθησαν μέτρα για το σεβασμό των παιδιών και των δούλων. Καθιερώθηκαν κανονικές ταφές (απαγορεύτηκε η ταφή σε σωρούς χωρίς φροντίδα), η αργία της Κυριακής, η νηστεία της Παρασκευής (αποχή από το κρέας) και η μεγάλη σαρακοστή πριν το Πάσχα. Καθιερώθηκε η ισονομία, με την ισότητα απέναντι στο νόμο των ευγενών με τους απλούς χωρικούς (ίδιες ποινές). Και φυσικά απαγορεύτηκαν οι ανθρωποθυσίες, που ήταν συνδεδεμένες με τη λατρεία των αρχαίων θεών. Οικοδομήθηκαν εκκλησίες και εισήχθησαν χριστιανικές εορτές.
Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι ο άγιος δεν κινήθηκε για τον εκχριστιανισμό της χώρας από κάποια κυνική πολιτική σκοπιμότητα, αλλά από ειλικρινή διάθεση για βελτίωση της ζωής του λαού του. Η «σύγκρουση με την παραδοσιακή νορβηγική κουλτούρα» δεν ήταν μια παραξενιά προερχόμενη από μισαλλοδοξία, θρησκοληψία και φανατισμό, ούτε μια βίαιη επίθεση ενός βασιλιά εναντίον του ίδιου του λαού του. Ο σύγχρονος άνθρωπος υποκρίνεται πως θεωρεί ισάξιες και εξίσου σεβαστές όλες τις πολιτισμικές παραδόσεις και πως είναι κακό να εγκαταλείπει ένας λαός τη θρησκεία του (με τους μύθους, τα ήθη και τα έθιμα που συνδέονται με αυτήν) και να υιοθετεί μια «ξένη» θρησκεία – άραγε πρέπει να θεωρήσουμε ίσης αξίας τις ανθρωποθυσίες και την έκθεση των βρεφών με την αναίμακτη θυσία της θείας Μετάληψης και το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης;
Παράλληλα, ο Όλαφ προώθησε σε ανώτερες θέσεις της αυλικής και στρατιωτικής ιεραρχίας έντιμους και αφοσιωμένους ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, παραγκωνίζοντας τους αμφίβολης ηθικής ποιότητας ευγενείς. Αυτό προκάλεσε τη φοβερή εχθρότητα των ευγενών, οι οποίοι, κατά την επίθεση του βασιλιά της Δανίας και της Αγγλίας Κανούτου Β΄ του Μεγάλου (1028), συντάχθηκαν στο πλευρό του κατορθώνοντας να εκθρονίσουν τον Όλαφ.
Ο άγιος υποχρεώθηκε να καταφύγει στη Ρωσία, από την οποία επέστρεψε το 1030 για να συνεχίσει τον αγώνα του, δεν κατόρθωσε όμως να συγκεντρώσει αξιόμαχο στρατό και σκοτώθηκε (τρυπημένος με δόρυ στην κοιλιά) στη μάχη του Στίκλεσταντ (Stiklestad). Στη μάχη αυτή ο άγιος κατέβηκε όχι με όλο το στρατό του, αλλά μόνο με τους χριστιανούς. Αρχαίες επικές πηγές λένε πως λίγο πριν τη μάχη ένα όραμα τον είχε προειδοποιήσει πως θα σκοτωθεί. Την επόμενη μέρα το αίμα του αποκαθιστά την όραση ενός τυφλού, ενώ αργότερα πηγές νερού αρχίζουν να ρέουν από τον τάφο του. Στις τάξεις του Κανούτου απλώνεται φόβος, ενώ ο δολοφόνος του αγίου, Thore Hound, συγκλονίζεται και μετανοεί για το φόνο του. Είναι τα πρώτα από μια σειρά θαυμάτων, που φανέρωσαν την αγιότητα του νεκρού βασιλιά. Τους αιώνες που ακολουθούν συντάσσονται ολόκληρα βιβλία, όπου καταγράφονται τα θαύματά του.
Ένα χρόνο μετά, το 1031, παρουσία του λαού και των ισχυρών Δανών κατακτητών, γίνεται ανακομιδή του σώματός του, το οποίο ανακαλύπτεται άφθορο και ευωδιάζον και τοποθετείται στο ναό του αγίου Κλήμεντα στο Nidaros (Trondheim). «Τα κόκκινα μάγουλά του ήταν σα να είχε μόλις κοιμηθεί», κατά τη σάγκα του αγίου Όλαφ (saga, λαϊκό έπος), ενώ, με απαίτηση της Δανής βασίλισσας Elgiva, τα μαλλιά του δοκιμάζονται με φωτιά, από την οποία βγαίνουν άθικτα (3). Έτσι, ένα μόλις χρόνο μετά το θάνατό του, αναγνωρίζεται ως άγιος από το λαό του.
Φαίνεται πως ο άγιος τιμήθηκε αμέσως και στην Αγγλία, εξαιτίας του Βρετανού επισκόπου Γκριμ (Γκρίμκελ). Στη χώρα του αναγορεύτηκε ταχύτατα σε κοσμαγάπητο άγιο και ήρωα. Το Nidaros (Trondheim), όπου βρισκόταν ο τάφος του, έγινε μεγάλο προσκύνημα. Εικόνες και ναοί προς τιμήν του εντοπίζονται όχι μόνο στη Νορβηγία, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως η Ρωσία (Νόβγκοροντ), η Πολωνία, η Εσθονία (Ταλίν) κ.λ.π., ενώ παρεκκλήσι αφιερωμένο σ’ αυτόν υπήρχε και στην Κωνσταντινούπολη (τόπος λατρείας των ορθόδοξων Βαράγγων στρατιωτών). Το όνομά του διαδόθηκε πολύ στη Νορβηγία ως βαφτιστικό όνομα, ενώ, λόγω των πολλών θαυμάτων του, δόθηκε και σε ένα βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες. Η ημέρα της μνήμης του (29 Ιουλίου) εορτάζεται από το νορβηγικό λαό με διάφορα έθιμα, με χορό, φωτιά και ένα ιδιαίτερο γεύμα, που περιλαμβάνει μπύρα, ξινή κρέμα, χυλό και αλλαντικά. Η ανακομιδή του σώματός του, το 1031, εορτάζεται με μια μικρότερη γιορτή στις 3 Αυγούστου. Η 29 Ιουλίου, αφιερωμένη στον άγιο, είναι επίσης ημέρα εθνικής αργίας λαμπρά εορταζόμενης στα νησιά Φερόε (μεταξύ νορβηγικής θάλασσας και βόρειου Ατλαντικού), αλλά και ημέρα έναρξης των εργασιών του κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με το μεσαιωνικό Ισλανδό ιστορικό Snorri Sturluson, το 1066, ο βασιλιάς της Νορβηγίας Χάραλντ Γ΄ (Harald ΙΙΙ), που ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Αγγλία, ονειρεύτηκε ότι ήταν στο Trondheim και συναντήθηκε με τον άγιο Όλαφ εκεί. Ο άγιος προσπάθησε να τον αποτρέψει από την επίθεση, προειδοποιώντας τον ότι θα σκοτωθεί και θα κατασπαραχτεί από τους λύκους. ΟHarald was killed, in accordance with the prophecy of St. Olaf, at the Battles of Stamford Bridge in England. Harald αδιαφόρησε για την προφητεία και σκοτώθηκε κατά τις μάχες του Stamford Bridge στην Αγγλία. Έτσι ο άγιος Όλαφ, που όσο ζούσε προσπάθησε να κάνει το καλύτερο για το λαό του, έδωσε και μετά θάνατον ένα μήνυμα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Όπως επισημαίνει σε κείμενό της η σύγχρονη ορθόδοξη νορβηγική κοινότητα στο Helsfyr (4), ο άγιος Όλαφ δεν ήταν ένας ασκητής. Η ζωή του δεν ήταν ολόκληρη μια ζωή πίστης και αρετής. Έκανε λάθη. Συμμετείχε σε πολέμους, επέβαλε σκληρές ποινές σε ανθρώπους, δημιούργησε εχθρότητες. Επίσης η ζωή του κατέληξε σε μια αποτυχία, πράγμα που ίσως φανερώνει ότι δεν ευλογήθηκαν όλες οι πράξεις του. Έχασε το θρόνο του, εξορίστηκε, ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη. Κι όμως αγαπήθηκε και τιμήθηκε ως άγιος και ήρωας. Η τιμή του ως αγίου δεν οφείλεται στις «υπηρεσίες του προς την Εκκλησία», αλλά στα θαύματά του. Αν πρόσφερε κάποιες υπηρεσίες στην Εκκλησία, δηλαδή στον εκχριστιανισμό της χώρας του, αυτό οφείλεται στην πίστη του και ήταν στην πραγματικότητα μια υπηρεσία προς το λαό του. Δεν είναι εύκολο να τον κρίνουμε. Δεν ξέρουμε πόσο είχε μετανιώσει για τις νεανικές πειρατικές επιχειρήσεις του, πώς προσευχόταν, σε ποια συνειδησιακή κατάσταση ευρισκόμενος –ίσως θλίψη– προσπαθούσε να επιβάλλει τη δικαιοσύνη, υποβάλλοντας σε σκληρές ποινές τους εξίσου σκληρούς παραβάτες των νόμων. Από πολιτική άποψη, τίποτα δεν του πρόσφερε ο εκχριστιανισμός. Αρχικά πολέμησε με χριστιανούς βασιλιάδες για να απελευθερώσει τη χώρα του από τη δανοσουηδική κυριαρχία. Και τελικά εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε από τον Κανούτο, έναν επίσης χριστιανό βασιλιά.
Το 1164 (ενώ ήδη η Νορβηγία βρισκόταν στη σφαίρα της σχισματικής παπικής Εκκλησίας) ο άγιος Όλαφ ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος της Νορβηγίας, ενώ το 1847 θεσπίστηκε παράσημο με το όνομά του από το βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας Όσκαρ Α΄.
Αγία παρθενομάρτυς Σούννιβα και οι συν αυτή
Η αγία Σούννιβα (Sunniva) μεγάλωσε στα δυτικά της ορθόδοξης χριστιανικής Ιρλανδίας γύρω στα μέσα του δέκατου αιώνα. Ήταν μια σοφή και συνετή πριγκίπισσα, κόρη ενός τοπικού βασιλιά. Όταν πέθανε ο πατέρας της, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του λαού της. Επειδή ήταν μια όμορφη και δυναμική παρθένος, πολλοί επίδοξοι μνηστήρες ζητούσαν το χέρι της. Ένας από αυτούς, άγριος και ισχυρός Βίκινγκ, την απείλησε επανειλημμένα, ότι θα επιτεθεί και θα αφανίσει το λαό της αν δεν τον παντρευτεί. Τότε η Σούννιβα, για να σώσει το λαό της, αποφάσισε να φύγει από τον τόπο της και να εμπιστευτεί την τύχη της στην πρόνοια του Ιησού Χριστού.
Επειδή όμως η αγία αγαπήθηκε από το λαό, τόσο για τη φροντίδα της προς τους φτωχούς καταπιεσμένους, όσο και για την ευσέβεια και την αρετή της, πολλοί επέλεξαν να την ακολουθήσουν στην αυτοεξορία της. Όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όπως αναφέρουν λοιπόν τα αρχαία ιρλανδικά κείμενα, βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα μιμούμενοι την κιβωτό του Νώε, χωρίς κουπιά, πηδάλιο ή πανί και χωρίς όπλα, εναποθέτοντας πλήρως τη ζωή τους στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα, το πλοίο της (ίσως να μην ήταν μόνο ένα) οδηγήθηκε προς την κατεύθυνση της νορβηγικής ακτής. Αφήνοντας μερικούς σε άλλο τόπο, η αγία κατέληξε στο νησί Selja (5). Το νησί καλύπτεται εν μέρει με δάση, πλούσια σε γλυκό νερό, και η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια. Η Selja χρησίμευε επίσης ως βοσκότοπος για τα βοοειδή που ανήκουν σε γεωργούς στην ηπειρωτική χώρα. Εκεί η αγία και το πλήρωμά της εγκαταστάθηκαν σε σπηλιές και άρχισαν τη ζωή τους με βασική ενασχόληση το ψάρεμα. Η αγία δόξασε το Θεό και, για όσο διάστημα παρέμεινε εκεί, έζησε μια ασκητική ζωή. Καταγράφονται τα λόγια της σε χριστιανικά ιρλανδικά ποιήματα αυτής της περιόδου: «Είμαι ευτυχής που μπορώ να σταθώ στο στήθος του νησιού ... Μπορώ να δω τα υπέροχα σμήνη των πουλιών πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, μπορώ να δω τις μαγευτικές φάλαινες, το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα... Και μπορώ να δοξάσω τον Κύριο που έχει εξουσία πάνω από όλα, τον ουρανό με τους αγγέλους του, τη γη και τον αέρα».
Οι αγρότες από την ηπειρωτική χώρα όμως ανησύχησαν όταν έμαθαν για τους αποίκους της Selja, φοβούμενοι ότι πρόκειται για ζωοκλέφτες. Οπλίστηκαν λοιπόν, με αρχηγό ένα σκληρό πολεμιστή, και τους επιτέθηκαν. Η αγία και οι άνθρωποί της είδαν τα πλοία να έρχονται και κατέφυγαν σε μια σπηλιά. Η είσοδος της σπηλιάς γκρεμίστηκε και παρέμειναν εγκλωβισμένοι σ’ αυτήν. Οι ντόπιοι, αφού τους αναζήτησαν μάταια, επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και διάφορα θαυμαστά σημεία, όπως μια παράξενη στήλη φωτός, μαρτυρούσαν ότι κάτι ιδιαίτερο κρύβεται κάτω από τα σωριασμένα βράχια. Και κάποια στιγμή, δυο επιφανείς Νορβηγοί ειδωλολάτρες, οδηγημένοι από το παράξενο φως, ερεύνησαν και ανακάλυψαν ένα ανθρώπινο κρανίο, που ευωδίαζε ένα άρωμα γλυκό σαν του μελιού. Το πήραν μαζί τους και επέστρεψαν στο Nidaros. Εκεί σχετίστηκαν με το βασιλιά Όλαφ Α΄ και αποδέχτηκαν με προθυμία την πρότασή του να βαπτιστούν χριστιανοί. Του ζήτησαν όμως να τους δώσει μια εξήγηση για το ευωδιαστό λείψανο. Ο βασιλιάς το είδε και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για το λείψανο ενός αγίου, έστειλε αποστολή και ερεύνησαν τον τόπο, όπου βρήκαν τα ιερά λείψανα.
Αμέσως η αγία Σούννιβα τιμήθηκε ως πρωτομάρτυρας της νορβηγικής γης και οικοδομήθηκε μια εκκλησία γι’ αυτήν στον τόπο του θανάτου της, που παρέμεινε ως μεγάλο προσκύνημα για αρκετούς αιώνες. Αργότερα ιδρύθηκε εκεί και βενεκδικτίνικο μοναστήρι, υπολείμματα του οποίου διατηρούνται ακόμη. Γύρω στο 1170 η ιστορία της αγίας καταγράφηκε στο λατινικό αγιογραφικό έργο Acta Sanctorum in Selia.
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών στο Μπέργκεν, το 1170-71 και το 1198, τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα να σταματήσει η φωτιά. Η αγία τιμάται λοιπόν ως προστάτιδα του Μπέργκεν (Bergen, Bryggen) και ολόκληρης της δυτικής Νορβηγίας και το όνομά της έγινε βαφτιστικό όνομα για πολλά κορίτσια στη χώρα.
Άγιος Χάλλβαρντ του Lier
Ο άγιος Χάλλβαρντ (Hallvard) ήταν Νορβηγός, γιος του Vebjorn του Husaby, ενός ευγενούς από το Lier. Ήταν έμπορος και ταξίδευε στις Βαλτικές Νήσους. Το 1043, σε ηλικία 23 ετών, προσπάθησε να υπερασπιστεί μια γυναίκα, που είχαν αρπάξει σκλάβα τρεις άνδρες κατηγορώντας την για κλοπή. Αν και ο άγιος προσφέρθηκε να τους επιστρέψει αυτά που ισχυρίζονταν ότι έχασαν, δολοφονήθηκε από αυτούς με βέλη, μαζί με τη γυναίκα. Στη συνέχεια πέταξαν το σώμα του στη θάλασσα, δεμένο σε μια μυλόπετρα. Όμως στάθηκε αδύνατο να βυθιστεί κι έτσι αποκαλύφθηκε το έγκλημά τους. Ο άγιος τιμάται ως μάρτυρας για την υπεράσπιση ενός αθώου προσώπου και είναι ο προστάτης άγιος του Όσλο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Μαΐου.
Το 1130 οικοδομήθηκε στο Όσλο καθεδρικός ναός αφιερωμένος σε αυτόν, όπου φυλάσσονταν και τα λείψανά του, ο οποίος όμως κατέρρευσε το 17ο αιώνα.
Όσιος Τρύφων του Petsamo, απόστολος των Σάμι
Η πρώτη γνωριμία του λαού των Σάμι με την ορθοδοξία μάλλον έγινε μέσω της σπουδαίας μονής Σολοβέτς, των νησιών Σολόφκυ, ίσως και από τους ίδιους τους ιδρυτές της αγίους Σαββάτιο και Ζωσιμά (15ος αιώνας). Απόστολος των Σάμι είναι και ο άγιος Θεοδώρητος του Σολόφκυ (1571, 17 Αυγούστου). Όμως εκείνος που διέδωσε με πολύ μόχθο και αγώνα το χριστιανισμό στους Σάμι είναι ο άγιος Τρύφων του Πετσάμο (Πετσένγκα), ιδρυτής της εκεί μονής της Αγίας Τριάδας.
Ο άγιος Τρύφων γεννήθηκε το 1495 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μητροφάνης. Παιδί της ρωσικής επαρχίας (Νόβγκοροντ), ελλείψει της δυνατότητας να φοιτήσει σε σχολείο, έμαθε γράμματα από τον πατέρα του. Από μικρός ήταν ευσεβής, αγαπούσε την εκκλησιαστική ζωή και στην εφηβεία του υπηρέτησε την εκκλησία ως αναγνώστης και ψάλτης. Μαθαίνοντας για τις φτωχές και παραμελημένες χώρες του παγωμένου βορρά, ταξίδεψε εκεί, ακολουθώντας μάλλον κάποια συντροφιά κυνηγών ή εμπόρων, ενώ ήταν απλός λαϊκός (όχι ιερέας ή μοναχός), και επιδόθηκε σε αποστολικό έργο ανάμεσα στις φυλές των ειδωλολατρών. Το 1524 κατασκεύασε μια καλύβα στον ποταμό Πετσένγκα [Petshenga – νορβηγικά Petsamo (6)]. Σύντομα η αποστολική του δραστηριότητα έφερε καρπούς και το 1532 άνθρωποι έφτασαν στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ Μακάριο ζητώντας αντιμήνσιο για την τέλεση θείας λειτουργίας (το αντιμήνσιο είναι ένα ύφασμα καθαγιασμένο και με μικρά τεμάχια αγίων λειψάνων ραμμένα πάνω του, που στρώνεται σε κοινό τραπέζι, όταν δεν υπάρχει αγία τράπεζα, για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας). Ο αρχιεπίσκοπος ευλόγησε και βοήθησε έμπρακτα την αποστολή, στέλνοντας υλικά για την οικοδόμηση ναού. Έτσι οικοδομήθηκε στον ποταμό Πετσένγκα ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1533, έτος που ο Μητροφάνης εκάρη μοναχός (Τρύφων). Στο ναό αυτό βαφτίστηκαν οι πρώτοι Σάμι ορθόδοξοι χριστιανοί (7).
Αν και υπήρξαν κατά καιρούς διώξεις και συγκρούσεις με ντόπιους παγανιστικούς κύκλους, το 1530 άρχισε να σχηματίζεται μια μικρή αδελφότητα γύρω από τον άγιο Τρύφωνα, ένα μοναστήρι στα σπάργανα. Αφορμή για την κανονική ίδρυση του μοναστηριού ήταν μια παρατεταμένη πείνα που ρήμαξε τη βορειοδυτική Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1550 και στις αρχές του 1560. Ο Τρύφων προχώρησε μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του στα ενδότερα της Ρωσίας, για τη συγκέντρωση τροφίμων για τους πεινασμένους του πληθυσμού. Για αρκετά χρόνια περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη χωρίς σημαντικά αποτελέσματα και το 1556 ήρθε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό και το γιο του, πρίγκηπα Θεόδωρο Ιβάνοβιτς.
Η ζωή του τσάρου Ιβάν μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Έως το 1547, όταν στέφθηκε ο πρώτος Ρώσος τσάρος (αυτοκράτορας), είναι μια «σκληρή» περίοδος. Από το 1547 ως το 1560 μπορεί να θεωρηθεί καλή και ειρηνική περίοδος ανάπτυξης, ειρήνης και ασφάλειας. Από το 1560 μέχρι το θάνατό του το 1584 ήταν και πάλι μια «σκληρή» περίοδος. Ο άγιος Τρύφων και το μοναστήρι της Πετσένγκα γνώρισαν μόνο το καλό πρόσωπο του Ιβάν. Η εκτίμηση του τσάρου πρόσφερε στην αδελφότητα μια ειδική ρύθμιση, με την οποία τα κρατικά έσοδα από την περιοχή των Σάμι παραχωρήθηκαν για την οικοδόμηση και ίδρυση του μοναστηριού.
Ο άγιος Τρύφων, ο οποίος δεν ήταν ιερέας (μόνο απλός μοναχός), δεν υπήρξε ποτέ επίσημα το κεφάλι της μονής του, αν και ήταν ο πνευματικός πατέρας της. Αργότερα αποσύρθηκε στην «έρημο» νότια της μονής, όπου έχτισε ένα μικρό κελί και ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Θεοτόκου. Εκεί έζησε στην ησυχία και την προσευχή μέχρι την κοίμησή του το 1583. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου, μαζί με τη μνήμη του μαθητή του, του αγίου Ιωνά.
Η μονή Πετσένγκα
Η μονή Πετσένγκα παρέμεινε πάντα μικρή, φτωχή και «ασήμαντη» (προς τιμήν της). Στους αιώνες που ακολούθησαν γνώρισε πολλές περιπέτειες και καταστροφές, παρασυρμένη στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1589 μια συμμορία με επικεφαλής τον Pekka Vesainen επιτέθηκε, πυρπόλησε το ανυπεράσπιστο μοναστήρι και σκότωσε τα 116 πρόσωπα που βρέθηκαν εκεί. Το μοναστήρι δεν αποκαταστάθηκε ολοκληρωτικά, αλλά σχεδόν φυτοζωούσε (καταγράφεται π.χ. με 13 μοναχούς το 1701), μέχρι που έκλεισε το 1764 (μαζί με περισσότερα από το ένα τρίτο των μοναστηριών της Ρωσίας) στα πλαίσια του υποχρεωτικού εκδυτικισμού που επέβαλε η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη, επηρεασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Στο χώρο της αρχικής μονής χτίστηκε μια εκκλησία στη μνήμη του αγίου Τρύφωνα και πάνω από τον τάφο του χτίστηκε μια εκκλησία προς τιμήν του Ιησού Χριστού.
Αυτή ήταν η μονή της Πετσένγκα, ως επί το πλείστον μια καμένη τοποθεσία από το 1589 μέχρι τη δεκαετία του 1880, που είχε γίνει προετοιμασία για την ανοικοδόμηση του παλιού μοναστηριού. Το νέο μοναστήρι το αποτελούσαν, όπως και το παλιό, μερικά σπίτια γύρω από μια εκκλησία. Το 1917 η μονή είχε 30 μοναχούς και υπήρχε μέχρι το 1939, όταν ο χειμερινός πόλεμος μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας έληξε με τη Φινλανδία να πρέπει να παραχωρήσει αυτό το τμήμα της επικράτειάς της στη Σοβιετική Ένωση. Ο τελευταίος μοναχός, γέροντας Ακάκιος (Akakij), κοιμήθηκε 110 χρόνων το 1984.
Η πολύπαθη μονή βρισκόταν σε μια περιοχή εξαιρετικά σημαντική για το συμφέρον της Ρωσίας αλλά και διεκδικούμενη από τους Σουηδούς. Όταν χαράχτηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της ενιαίας Δανίας-Νορβηγίας το 1826, το μοναστήρι δεν αναφέρθηκε. Ωστόσο, το μοναστήρι είχε μεγάλη σημασία για τους Skolt Lapps (Σάμι). Η πνευματική παρουσία του ήταν καθοριστική για την ιστορία και την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, που αναφερόταν στη διδασκαλία του αγίου Τρύφωνα με τα λόγια «το είπε ο απόστολος» και γιόρταζε τη μνήμη του με σπουδαίες εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, που περιελάμβαναν μέχρι και αγώνες με ταράνδους.
Στη Φινλανδία και τη Νορβηγία σήμερα ζουν μόνο μερικές «χούφτες» ορθόδοξοι χριστιανοί. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Νορβηγοί και οι Φιλανδοί Lapps Skolt είναι μια μικρή ομάδα ορθοδόξων χριστιανών, που περικλείεται σε μια κυρίως προτεσταντική περιοχή (οι Σάμι της Σκανδιναβίας καταγράφονται στην πλειοψηφία τους ως λουθηρανοί), διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Συνεχείς προσπάθειες έγιναν, τόσο από τους Φιλανδούς όσο και από τους Νορβηγούς λουθηρανούς, να τους μεταστρέψουν στον προτεσταντισμό. Στη Φινλανδία αυτό δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η μικρή κοινότητα Skolt στη νορβηγική Neiden θρησκευτικά υπέκυψε – σχεδόν.
Ο ναός των αγίων Μπόρις και Γκλεμπ, που είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο άγιος Τρύφων, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το παλαιότερο ξύλινο κτίριο της Βόρειας Νορβηγίας. Σημειωτέον και ότι μόνο ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή τη χώρα είναι κατασκευασμένες έτσι. Το εκκλησάκι είναι πολύ ταπεινό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε εμφάνιση. Βρίσκεται σε ένα μικρό λόφο στο Neiden ποταμό, εκεί όπου έδρασε αρχικά ο άγιος σύμφωνα με την παράδοση. Γύρω από την εκκλησία είναι το νεκροταφείο με μερικούς παλιούς σταυρούς, ένα μικρό «πύργο ρολογιού» και ένα παραδοσιακό ταφικό μνημείο. Σώζεται επίσης ο Άγιος Γεώργιος, ένα παρεκκλήσι, που χτίστηκε ομοίως από τον άγιο Τρύφωνα το 1565. Είναι ένα μικρό, χαμηλό, ξύλινο κτίριο, μόνο 10 τετραγωνικών μέτρων, λίγο ψηλότερο από 2 μέτρα, που φέρει τα σημάδια της μεγάλης του ηλικίας. Η στέγη του είναι ιδιότυπη και προκαλεί ένα θαυμαστό θέαμα, όταν, στην κατάλληλη ώρα, το φως διαχέεται μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στα δεξιά της. Και, όταν κάποιος συνηθίσει το αμυδρό φως, γίνεται ακόμα πιο έκπληκτος με τα πολλά, μεγάλα και ωραία εικονίσματα.
Σε νορβηγικό έδαφος είναι επίσης ένα άλλο ιερό που συνδέεται με τον άγιο Τρύφωνα, μια σπηλιά στα βουνά, όπου ο άγιος κατέφυγε όταν καταδιώχθηκε και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Το 1870 το σπήλαιο ανακαινίστηκε και ιδρύθηκε σ’ αυτό ένα ιερό, όπου τοποθετήθηκε η ιστορική εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν εκεί.
Το έτος 1965 ήταν ένα πρώτο σημείο καμπής. Ήταν η 400ή επέτειος της ίδρυσης του ναού στο Neiden και εορτάστηκε πανηγυρικά με την παρουσία Φιλανδών και Νορβηγών. Ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του αιώνα που λειτουργήθηκε το εκκλησάκι, από τότε όμως λειτουργείται κάθε καλοκαίρι. Σήμερα το ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία έχει αναζωπυρωθεί στην περιοχή και το εκκλησάκι του Neiden υπάγεται στην ορθόδοξη κοινότητα του ναού του αγίου Νικολάου στο Όσλο (Helsfyr, Oslo). Η τοπική Εκκλησία έχει πλέον τη φροντίδα του παρεκκλησίου και την οργάνωση της λατρείας εκεί. Στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου έχει δοθεί νέα ζωή και έχει γίνει τόπος συνάντησης για ορθόδοξους χριστιανούς από τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Φινλανδία. Το έργο του αγίου Τρύφωνα λοιπόν δεν έχει τεθεί στο μουσείο της ιστορίας, αλλά είναι ζωντανό και ανοίγει προοπτικές για το μέλλον (8).
Η πορεία μετά το Σχίσμα ως το Λουθηρανισμό
Ας επιστρέψουμε στον 11ο αιώνα, λίγο μετά την εποχή του αγίου Όλαφ Χάραλντσσον. Ο εκχριστιανισμός της Νορβηγίας ολοκληρώθηκε μετά το πέρας της δανοσουηδικής κατάκτησης, στα χρόνια του βασιλιά Μάγνου Α΄ του Καλού (Magnus I, 1035-1047), γιου του αγίου Όλαφ, ο οποίος πραγματοποίησε τη δανονορβηγική ένωση (1042). Η Εκκλησία της Νορβηγίας, με τρεις επισκοπές (Νίνταρος, Σέλια και Όσλο) υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή Αμβούργου, αλλά η διαποίμανσή της από επισκόπους καταγόμενους από διάφορες χώρες διασπούσε την εσωτερικής της συνοχή. Γύρω στο 1060 ο βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ Χόροντε (Χάραλντ ο Αυστηρός) προσπάθησε να την αυτονομήσει και απευθύνθηκε στην Αγγλία, τη Γαλλία και το Βυζάντιο για αποστολή επισκόπων. Αυτό ίσως ήταν ένα κομβικό σημείο, στο οποίο η εν Νορβηγία Ορθοδοξία πιθανόν μπορούσε να έχει περισωθεί. Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι οι προσπάθειές του δεν τελεσφόρησαν. Έτσι η νορβηγική Εκκλησία, ενταγμένη στην Εκκλησία της δύσης, παρασύρθηκε από τη δίνη του Μεγάλου Σχίσματος (1054) και ακολούθησε τον παπισμό και την τύχη της δυτικής Ευρώπης.
Το 16ο αιώνα, ενωμένη με τη Δανία σε ενιαίο βασίλειο, η Νορβηγία υιοθέτησε το λουθηρανισμό. Οι βασιλείς της Δανίας Χριστιανός Β΄, Φρειδερίκος Α΄ και Χριστιανός Γ΄, θέλοντας να στηρίξουν την εξουσία τους κατά των ευγενών και της παπικής ιεραρχίας, εισήγαγαν το λουθηρανισμό, τον οποίο η Βουλή της Κοπεγχάγης (μετά από εμφύλιο πόλεμο) αναγνώρισε το 1536 ως τη μόνη θρησκεία του βασιλείου. Ο εκκλησιαστικός «οργανισμός», που συνέταξε ο Ιωάννης Βούγγενχαγγεν (Bugenhagen), ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λούθηρου, τιτλοφορείται Εκκλησιαστική διάταξη των βασιλείων Δανίας και Νορβηγίας (Ordinatio ecclesiastica regnorum Daniae et Norvegiae, 1537).
Σήμερα στη Νορβηγία, και γενικότερα στη Σκανδιναβία, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τις ορθόδοξες ρίζες του τόπου και του λαού. Πολύτιμα στοιχεία για το θέμα βλ. στην ιστοσελίδα της ορθόδοξης κοινότητας του ναού Αγίου Νικολάου του Όσλο:http://home.online.no/~thorosl/Kirkeside/ENsiteleft.html (νορβηγικά).
http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/agioi_norvigias/agioi_norvigias_1.htm
Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι παράλογο οι κατακτητές να τιμούν ως άγιο το βασιλιά των κατακτημένων, που οι ίδιοι κατανίκησαν, τον ανάγκασαν να παραδοθεί και τον βασάνισαν μέχρι θανάτου δεμένο σ’ ένα δέντρο σαν κοινό δούλο. Είναι παράλογο να τιμούν ως άγιο τον εθνικό ήρωα των κατακτημένων, που εμψυχώνει τα όνειρα και τις εθνικές φιλοδοξίες τους. Τα 10 ή 20 χρόνια είναι πολύ λίγα, για να έχει ξεχαστεί η βαριά ήττα στις ψυχές των Βρετανών (τα θύματα, οι λεηλασίες και όλα τα επακόλουθα) και να ζήσουν σαν αδέρφια με τους πρώην επιδρομείς, που ήταν πλέον «άποικοι». Ας θυμηθούμε ότι το 1031 οι Δανοί κατακτητές της Νορβηγίας προσπάθησαν να αποτρέψουν την αναγνώριση του νεκρού βασιλιά Όλαφ Β΄ ως αγίου από τους Νορβηγούς. Το 1594 οι Τούρκοι έκαψαν, στο Μιλέσοβο της τουρκοκρατούμενης Σερβίας, το άφθορο σώμα του θαυματουργού αγίου Σάββα της Σερβίας, που αποτελούσε εθνικό σύμβολο των υπόδουλων Σέρβων. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να αποτρέψουν την απόδοση τιμής από τους ραγιάδες στους αγίους νεομάρτυρες, ξέροντας ότι αυτή η τιμή εγκυμονεί επαναστάτες. Έτσι τους εξέθεταν άταφους, πετούσαν τα σώματά τους στη θάλασσα ή προσπαθούσαν να τα κάψουν κ.τ.λ. Ο Charles Williamson σε επιστολή του στον Joseph Tarn, περιγράφοντας το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρα Αθανασίου στη Σμύρνη (του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας), έγραψε ότι, αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, οι Τούρκοι έχυσαν κουβάδες με νερό στο λαιμό και το κεφάλι του, για να μην προλάβει το συγκεντρωμένο χριστιανικό πλήθος να πάρει από το αίμα του αγίου βουτώντας τα μαντήλια του (1).
Αυτό λοιπόν το παράδοξο, να τιμηθεί ο άγιος Έντμουντ από τους κατακτητές και δημίους του, μπορεί να ερμηνευτεί πολιτικά, αλλά κατά τη γνώμη μας η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι οι Βίκινγκς αναγνώρισαν την αγιότητά του λόγω των πολλών θαυμάτων του – όπως ακριβώς και οι μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν την αγιότητα της Παναγίας, του αγ. Γεωργίου, του αγ. Αρσένιου του Καππαδόκη κ.π.ά., λόγω των πολλών θαυμάτων τους. Πιθανόν η περίπτωση του αγίου Έντμουντ να είναι μία από τις πρώτες περιπτώσεις, όπου Νορβηγοί Βίκινγκς συνάντησαν το χριστιανισμό και τον μετέφεραν στην πατρίδα τους – δημιουργώντας εκεί τους πρώτους μικρούς και άγνωστους θύλακες χριστιανών.
Βασιλιάς Όλαφ Α΄ - Ο αποτυχημένος «ιεραπόστολος» (δεν τιμάται ως άγιος)
Δισέγγονος του βασιλιά Χάραλντ Α΄ και γιος του ισχυρού Βίκινγκ τοπάρχη Τρύγκβι Όλαφσον, ο Όλαφ Τρύγκβεσον (Olaf I Tryggvason, περ. 963-1000 μ.Χ.) φυγαδεύτηκε από τη μητέρα του Άστριντ μετά τη δολοφονία του πατέρα του από το βασιλιά Χάραλντ Β΄ και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Νόβγκοροντ, στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου αγίου Βλαδίμηρου. Στη συνέχεια πολέμησε υπό τις διαταγές του Βένδου ηγεμόνα Βουρισλάβου, του οποίου και παντρεύτηκε την κόρη. Κατά την περίοδο 990-993 διέμεινε στην Ιρλανδία, όπου ασπάστηκε το χριστιανισμό (χωρίς να βαφτιστεί) και παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μια Ιρλανδή πριγκίπισσα. Το 991 και 994 συμμετείχε σε δύο επιδρομές των Βίκινγκς κατά της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης, βαπτίστηκε χριστιανός με ανάδοχο το βασιλιά Εθελρέδο Β΄. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Νορβηγία (995) και με τη βοήθεια ισχυρών τοπαρχών κατόρθωσε, μετά το θάνατο του βασιλιά Χάακον, να αναγορευτεί βασιλιάς.
Ικανός και φιλόδοξος βασιλιάς, ο Όλαφ ενοποίησε μεγάλο μέρος της Σκανδιναβίας υπό το σκήπτρο του και προσπάθησε να εισχωρήσει στη διαδοχή του θρόνου της Σουηδίας, μέσω γάμου με την πριγκίπισσα Ζίγκφριντ την Υπερήφανη. Απέτυχε όμως, γιατί προσπάθησε να επιβάλει τη χριστιανική πίστη στην παραλίγο σύζυγό του, ενώ εκείνη επέμεινε πεισματικά στη λατρεία των θεών της. Έτσι, ο Όλαφ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο τη Δανή πριγκίπισσα Θάυρα, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως δικαιούχο των κτήσεών της. Τελικά κήρυξε επεκτατικό πόλεμο εναντίον της Δανίας και της Σουηδίας, κατά τη διάρκεια του οποίου πνίγηκε στη ναυμαχία του Σβέλντερ (ρίχτηκε στη θάλασσα για να μην αιχμαλωτιστεί). Η ήττα αυτή και ο θάνατός του προκάλεσαν τη δανοσουηδική κυριαρχία στη Νορβηγία (1000-1015), η οποία έληξε σε πρώτη φάση με τη δράση του αγίου Όλαφ Β΄.
Ο Όλαφ Α΄ εργάστηκε με πάθος για τη διάδοση του χριστιανισμού στους ειδωλολατρικούς πληθυσμούς της χώρας του και των αποικιών της (Ισλανδία, Γροιλανδία, Φερόες κ.ά.). Το πάθος αυτό όμως, σε συνδυασμό με τη φιλοδοξία του, φαίνεται πως τον οδήγησε να φερθεί ως Βίκινγκ και όχι ως χριστιανός! Προσπάθησε να επιβάλει το χριστιανισμό με τη βία, κηρύσσοντας διωγμό κατά της αρχαίας σκανδιναβικής θρησκείας και υποβάλλοντας σε βασανιστήρια και φρικτούς θανάτους όσους του αντιστέκονταν. Συνέχισε δηλαδή να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που θα συμπεριφερόταν, αν δεν είχε γνωρίσει ποτέ το χριστιανισμό – για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς, είναι φανερό ότι ποτέ δεν τον γνώρισε αληθινά. Περιττό να πούμε ότι η προσπάθειά του έπεσε στο κενό, καθώς ο πληθυσμός της Νορβηγίας, ακόμη και σε περιπτώσεις που επιφανειακά αποδεχόταν το βάπτισμα, εξακολούθησε να λατρεύει τους αρχαίους θεούς του και να εφαρμόζει τα σκληρά του έθιμα, όπως η έκθεση των βρεφών (δηλ. η συνήθεια να εγκαταλείπονται τα ανεπιθύμητα μωρά στα δάση, για να πεθάνουν ή να κατασπαραχθούν από τα θηρία).
Ωστόσο, παρόλο που απορρίπτουμε ασυζητητί τις αποτρόπαιες μεθόδους, που φέρεται να χρησιμοποίησε ο Όλαφ, πρέπει να επισημάνουμε κάτι παράδοξο: αμέσως μετά το θάνατό του ο Όλαφ Α΄ μετατράπηκε σε θρυλικό ήρωα που αγαπήθηκε υπερβολικά από τους Νορβηγούς (δεν τιμάται ως άγιος). Είναι ένας από τους λαοφιλέστερους ήρωες της Νορβηγίας και το πρόσωπό του έδωσε έμπνευση για πολλά επικά και καλλιτεχνικά έργα τους αιώνες που ακολούθησαν. Δημιουργήθηκε μάλιστα ο θρύλος ότι δε σκοτώθηκε, αλλά πρόκειται να επιστρέψει για να αποτινάξει το δανοσουηδικό ζυγό!
Ειλικρινά, πρόκειται για μια παραδοξότητα, που ίσως πρέπει να μας κάνει να επανεξετάσουμε την εικόνα που έχει καθιερωθεί γι’ αυτόν. Ένας λαός δεν τιμά ως μεγάλο εθνικό του ήρωα (που προσδοκά με ελπίδα την επιστροφή του) ένα βασιλιά που επιτίθεται εναντίον του ίδιου του λαού του και, με σωρεία φρικαλεοτήτων, επιχειρεί να ξεριζώσει την ιστορική αρχαία θρησκεία του και να επιβάλει μια ξένη θρησκεία – και μάλιστα να επιβάλει σ’ ένα περήφανο πολεμικό έθνος τη θρησκεία ενός νικημένου και ταπεινωμένου εχθρού του. Ένας λαός –και μάλιστα πολεμικός και αδούλωτος– δεν τιμά ως μεγάλο εθνικό του ήρωα έναν βασιλιά, που η επεκτατική πολιτική του προκαλεί συντριπτική ήττα και πολυετή υποδούλωση. Εκτός αν έχει άλλους λόγους να τον αγαπήσει τόσο, αν δηλαδή άλλες, θετικές πράξεις του ξεπέρασαν σε σημασία, για τη συνείδηση του λαού, την ήττα και την ξένη κατοχή που προκάλεσε με την υπέρμετρη φιλοδοξία του.
Μήπως λοιπόν ο Όλαφ δεν ήταν τόσο σκληρός όσο τον παρουσιάζουν οι μεσαιωνικές πηγές, όπως ο Ισλανδός συγγραφέας του 12ου αιώνα Σνόρι Στούρλουσον (Snorri Sturluson); Ή μήπως οι αναφορές αυτές παρανοήθηκαν, και η σκληρότητά του στράφηκε στην πραγματικότητα μόνον ενάντια σε μάγους και σε εκμεταλλευτές του λαού και ενάντια σε ανθρώπους που επέμεναν σε απάνθρωπες πρακτικές, όπως η έκθεση των βρεφών και οι ανθρωποθυσίες για τη λατρεία των αρχαίων θεών (2); Μήπως αυτά τα αρχαία σκανδιναβικά έθιμα ήταν ένας λόγος να θέλει ένα μέρος τουλάχιστον του λαού να αντικατασταθεί η ειδωλολατρία με το χριστιανισμό; Μήπως (πράγμα πολύ πιθανό) η βία του Όλαφ δεν στράφηκε τόσο κατά των ανθρώπων που «αρνούνταν να γίνουν χριστιανοί», όσο κατά των πολεμιστών αντιπάλων του και των οπαδών τους, πράγμα αποδεκτό από τα σκληρά ειδωλολατρικά ήθη του πολιτισμού των Βίκινγκς;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τα απαντήσουμε μετά από τόσους αιώνες. Γεγονός είναι ότι η βάπτιση του Όλαφ στην Αγγλία πρέπει να αποδοθεί μάλλον σε ειλικρινή πίστη, παρά σε πολιτικές ή άλλου είδους σκοπιμότητες, αφού οι επιδρομείς είχαν κατανικήσει το αγγλικό βασίλειο και είχαν λάβει 16.000 λίβρες χρυσού για να σταματήσουν τις επιδρομές. Δεν έχει νόημα ο υπερήφανος νικητής να ασπάζεται τη θρησκεία του ηττημένου αντιπάλου του, και μάλιστα να προσπαθεί να την επιβάλει στο λαό του. Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι στα Έπη της Βινλανδίας (Vinland Sagas – Vinland, δηλ. «γη του κρασιού», είναι το όνομα που έδωσαν οι Βίκινγκς στην αμερικάνικη γη, όταν ταξίδεψαν σ’ αυτήν κατά τη βασιλεία του Όλαφ Α΄), που γράφτηκαν γύρω στο 1200 και αφηγούνται, μεταξύ άλλων, το ιεραποστολικό ταξίδι του Λεφ Έρικσον (Λεφ του Τυχερού) στη Γροιλανδία, αποστολή που του ανέθεσε ο Όλαφ Α΄, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε βίαιες μεθόδους εκχριστιανισμού. Γιατί; Ο βίαιος ξεριζωμός της αρχαίας θρησκείας και η επιβολή μιας ξένης θρησκείας είναι κάτι πολύ τραυματικό, για να ξεχαστεί μέσα σε 200 χρόνια από ένα υπερήφανο και ανυπόταχτο λαό (ας μην ξεχνάμε ότι η Κρήτη π.χ. παρέμεινε υπόδουλη στους Ενετούς πάνω από τέσσερις αιώνες, 1211-1669, και ποτέ δεν έπαψαν οι επαναστάσεις – ομοίως και κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας σε ολόκληρο το χριστιανικό χώρο κ.τ.λ., ενώ ανάλογες είναι οι ιστορικές περιπέτειες πολλών γενναίων λαών, που παρέμειναν υπόδουλοι για αιώνες, σε όλη τη Γη).
Σημειωτέον, ότι από πολιτική άποψη ο εκχριστιανισμός δεν πρόσφερε τίποτε στον Όλαφ. Του στέρησε τη δυνατότητα να εισχωρήσει στο βασίλειο της Σουηδίας (αν δεν ήταν ειλικρινά πιστός, έστω και πρωτόγονα και δεισιδαιμονικά, θα μπορούσε να απαρνηθεί την πίστη για να παντρευτεί τη Ζίγκφριντ), ενώ ο ίδιος πολέμησε ενάντια σε χριστιανούς βασιλιάδες και μάλιστα ηττήθηκε από χριστιανούς: το βασιλιά της Δανίας Σβέιν το Διχαλογένη (Σβέιν Σαλούβαρδος, Sweyn Forkbeard, 986 - 1014)Σκότκονουνγκ (Όλαφ ο Αγαπητός, Olof Skötkonung, 995 – 1022), γιο του Έρικ του Κατακτητή και της Ζίγκφριντ της Υπερήφανης, της παραλίγο συζύγου του Όλαφ Α΄. Και οι δύο βασιλιάδες φαίνεται πως ήταν άνθρωποι σοφοί, με επίγνωση του χριστιανικού μηνύματος: διευκόλυναν τη δράση χριστιανών ιεραποστόλων στη Δανία και τη Σουηδία αντίστοιχα, αλλά δε χρησιμοποίησαν βία ενάντια σε όσους δεν επιθυμούσαν να βαπτιστούν. Ο Όλαφ Σκότκονουνγκ ίδρυσε και την πρώτη σουηδική επισκοπή στην πόλη Σκάρα. Ο ίδιος μάλιστα πέθανε ως μάρτυρας στη Στοκχόλμη – δολοφονήθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες, αρνούμενος να θυσιάσει στα είδωλα (τιμάται από τη δυτική Εκκλησία στις 30 Ιουλίου).
Άγιος Όλαφ Β΄, βασιλιάς των Νορβηγών
Όλαφ Χάραλντσσον (Olav Haraldsson, Olav den Hellige, Hellig Olav, 995-1030) κατέχει μια μοναδική θέση μεταξύ των Νορβηγών αγίων. Γιος ενός Νορβηγού αρχηγού και γόνος της βασιλικής οικογένειας της Νορβηγίας, άγιος της Ορθοδοξίας και εθνικός ήρωας της πατρίδας του, καθιέρωσε την πρώτη εθνική νομοθεσία της Νορβηγίας και συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση του λαού του στο χριστιανισμό.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών συμμετείχε σε επιδρομές των Βίκινγκς εναντίον της Αγγλίας, και στη συνέχεια έλαβε μέρος σε μάχες στο πλευρό των ορθόδοξων χριστιανών βασιλέων Ριχάρδου της Νορμανδίας και Έθελμπερτ της Αγγλίας. Γύρω στο 1013 βαφτίστηκε χριστιανός στη Ρουέν της Νορμανδίας. Επέστρεψε στη Νορβηγία το 1015 και –προσεταιριζόμενος διάφορους ισχυρούς ευγενείς– κατόρθωσε να απαλλάξει τη χώρα του από τη δανοσουηδική κυριαρχία και να ανακηρυχτεί βασιλιάς (Όλαφ Β΄). Η βασιλεία του τα επόμενα 11 χρόνια θεωρείται μια βασιλεία σχετικής ειρήνης. Ενίσχυσε το κύρος του βασιλικού θεσμού ενώνοντας τη χώρα, οργανώνοντας το κράτος και το στρατό, αλλά και αποδυναμώνοντας τους τοπικούς αρχηγούς, ενώ συγχρόνως εργάστηκε για τη διάδοση του χριστιανισμού στην πατρίδα του. Στην προσπάθειά του αυτή έφερε ιερείς και ιεραποστόλους στη Νορβηγία, με κυριότερο τον επίσκοπο Γκριμ του Κελ (Grim Kjell, Γκρίμκελ).
Ο άγιος Όλαφ Β΄ ανακήρυξε επίσημα τη Νορβηγία χριστιανικό βασίλειο το 1024 και επέβαλε μια νομοθεσία βασισμένη στο χριστιανικό ήθος, που θεωρείται η πρώτη εθνική νομοθεσία της Νορβηγίας. Η νομοθεσία αυτή καθιερώθηκε στη συνεδρίαση της Ting (Κοινοβούλιο). Έπληττε καίρια τα αρχαία νορβηγικά έθιμα και επέβαλλε την εφαρμογή της με ποινές θανάτου και ακρωτηριασμών. Φυσικά η «επιβολή του χριστιανισμού», από χριστιανική άποψη δεν είναι σωστή. Για να κατανοήσουμε όμως τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περίπτωσή μας, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι τα σκληρά έθιμα των Βίκινγκς, που καταργούνταν με τη νομοθεσία του 1024, καταπατούσαν βίαια την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Αυτό ήταν φυσικό, αφού στις παγανιστικές κοινωνίες κατά κανόνα ήταν άγνωστη η ιδέα του σεβασμού στον άνθρωπο – αλλά επίσης ήταν φυσικό ένας βασιλιάς που θέλει να αναβαθμίσει τη χώρα του να προσπαθήσει να πατάξει τις απάνθρωπες αρχαίες πρακτικές.
Ανάμεσα στα άλλα, απαγορεύτηκε η «έκθεση των βρεφών», ο βιασμός, οι αναγκαστικοί γάμοι, η πολυγαμία και ο γάμος μεταξύ στενών συγγενών. Ελήφθησαν μέτρα για το σεβασμό των παιδιών και των δούλων. Καθιερώθηκαν κανονικές ταφές (απαγορεύτηκε η ταφή σε σωρούς χωρίς φροντίδα), η αργία της Κυριακής, η νηστεία της Παρασκευής (αποχή από το κρέας) και η μεγάλη σαρακοστή πριν το Πάσχα. Καθιερώθηκε η ισονομία, με την ισότητα απέναντι στο νόμο των ευγενών με τους απλούς χωρικούς (ίδιες ποινές). Και φυσικά απαγορεύτηκαν οι ανθρωποθυσίες, που ήταν συνδεδεμένες με τη λατρεία των αρχαίων θεών. Οικοδομήθηκαν εκκλησίες και εισήχθησαν χριστιανικές εορτές.
Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι ο άγιος δεν κινήθηκε για τον εκχριστιανισμό της χώρας από κάποια κυνική πολιτική σκοπιμότητα, αλλά από ειλικρινή διάθεση για βελτίωση της ζωής του λαού του. Η «σύγκρουση με την παραδοσιακή νορβηγική κουλτούρα» δεν ήταν μια παραξενιά προερχόμενη από μισαλλοδοξία, θρησκοληψία και φανατισμό, ούτε μια βίαιη επίθεση ενός βασιλιά εναντίον του ίδιου του λαού του. Ο σύγχρονος άνθρωπος υποκρίνεται πως θεωρεί ισάξιες και εξίσου σεβαστές όλες τις πολιτισμικές παραδόσεις και πως είναι κακό να εγκαταλείπει ένας λαός τη θρησκεία του (με τους μύθους, τα ήθη και τα έθιμα που συνδέονται με αυτήν) και να υιοθετεί μια «ξένη» θρησκεία – άραγε πρέπει να θεωρήσουμε ίσης αξίας τις ανθρωποθυσίες και την έκθεση των βρεφών με την αναίμακτη θυσία της θείας Μετάληψης και το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης;
Παράλληλα, ο Όλαφ προώθησε σε ανώτερες θέσεις της αυλικής και στρατιωτικής ιεραρχίας έντιμους και αφοσιωμένους ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, παραγκωνίζοντας τους αμφίβολης ηθικής ποιότητας ευγενείς. Αυτό προκάλεσε τη φοβερή εχθρότητα των ευγενών, οι οποίοι, κατά την επίθεση του βασιλιά της Δανίας και της Αγγλίας Κανούτου Β΄ του Μεγάλου (1028), συντάχθηκαν στο πλευρό του κατορθώνοντας να εκθρονίσουν τον Όλαφ.
Ο άγιος υποχρεώθηκε να καταφύγει στη Ρωσία, από την οποία επέστρεψε το 1030 για να συνεχίσει τον αγώνα του, δεν κατόρθωσε όμως να συγκεντρώσει αξιόμαχο στρατό και σκοτώθηκε (τρυπημένος με δόρυ στην κοιλιά) στη μάχη του Στίκλεσταντ (Stiklestad). Στη μάχη αυτή ο άγιος κατέβηκε όχι με όλο το στρατό του, αλλά μόνο με τους χριστιανούς. Αρχαίες επικές πηγές λένε πως λίγο πριν τη μάχη ένα όραμα τον είχε προειδοποιήσει πως θα σκοτωθεί. Την επόμενη μέρα το αίμα του αποκαθιστά την όραση ενός τυφλού, ενώ αργότερα πηγές νερού αρχίζουν να ρέουν από τον τάφο του. Στις τάξεις του Κανούτου απλώνεται φόβος, ενώ ο δολοφόνος του αγίου, Thore Hound, συγκλονίζεται και μετανοεί για το φόνο του. Είναι τα πρώτα από μια σειρά θαυμάτων, που φανέρωσαν την αγιότητα του νεκρού βασιλιά. Τους αιώνες που ακολουθούν συντάσσονται ολόκληρα βιβλία, όπου καταγράφονται τα θαύματά του.
Ένα χρόνο μετά, το 1031, παρουσία του λαού και των ισχυρών Δανών κατακτητών, γίνεται ανακομιδή του σώματός του, το οποίο ανακαλύπτεται άφθορο και ευωδιάζον και τοποθετείται στο ναό του αγίου Κλήμεντα στο Nidaros (Trondheim). «Τα κόκκινα μάγουλά του ήταν σα να είχε μόλις κοιμηθεί», κατά τη σάγκα του αγίου Όλαφ (saga, λαϊκό έπος), ενώ, με απαίτηση της Δανής βασίλισσας Elgiva, τα μαλλιά του δοκιμάζονται με φωτιά, από την οποία βγαίνουν άθικτα (3). Έτσι, ένα μόλις χρόνο μετά το θάνατό του, αναγνωρίζεται ως άγιος από το λαό του.
Φαίνεται πως ο άγιος τιμήθηκε αμέσως και στην Αγγλία, εξαιτίας του Βρετανού επισκόπου Γκριμ (Γκρίμκελ). Στη χώρα του αναγορεύτηκε ταχύτατα σε κοσμαγάπητο άγιο και ήρωα. Το Nidaros (Trondheim), όπου βρισκόταν ο τάφος του, έγινε μεγάλο προσκύνημα. Εικόνες και ναοί προς τιμήν του εντοπίζονται όχι μόνο στη Νορβηγία, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως η Ρωσία (Νόβγκοροντ), η Πολωνία, η Εσθονία (Ταλίν) κ.λ.π., ενώ παρεκκλήσι αφιερωμένο σ’ αυτόν υπήρχε και στην Κωνσταντινούπολη (τόπος λατρείας των ορθόδοξων Βαράγγων στρατιωτών). Το όνομά του διαδόθηκε πολύ στη Νορβηγία ως βαφτιστικό όνομα, ενώ, λόγω των πολλών θαυμάτων του, δόθηκε και σε ένα βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες. Η ημέρα της μνήμης του (29 Ιουλίου) εορτάζεται από το νορβηγικό λαό με διάφορα έθιμα, με χορό, φωτιά και ένα ιδιαίτερο γεύμα, που περιλαμβάνει μπύρα, ξινή κρέμα, χυλό και αλλαντικά. Η ανακομιδή του σώματός του, το 1031, εορτάζεται με μια μικρότερη γιορτή στις 3 Αυγούστου. Η 29 Ιουλίου, αφιερωμένη στον άγιο, είναι επίσης ημέρα εθνικής αργίας λαμπρά εορταζόμενης στα νησιά Φερόε (μεταξύ νορβηγικής θάλασσας και βόρειου Ατλαντικού), αλλά και ημέρα έναρξης των εργασιών του κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με το μεσαιωνικό Ισλανδό ιστορικό Snorri Sturluson, το 1066, ο βασιλιάς της Νορβηγίας Χάραλντ Γ΄ (Harald ΙΙΙ), που ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Αγγλία, ονειρεύτηκε ότι ήταν στο Trondheim και συναντήθηκε με τον άγιο Όλαφ εκεί. Ο άγιος προσπάθησε να τον αποτρέψει από την επίθεση, προειδοποιώντας τον ότι θα σκοτωθεί και θα κατασπαραχτεί από τους λύκους. ΟHarald was killed, in accordance with the prophecy of St. Olaf, at the Battles of Stamford Bridge in England. Harald αδιαφόρησε για την προφητεία και σκοτώθηκε κατά τις μάχες του Stamford Bridge στην Αγγλία. Έτσι ο άγιος Όλαφ, που όσο ζούσε προσπάθησε να κάνει το καλύτερο για το λαό του, έδωσε και μετά θάνατον ένα μήνυμα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Όπως επισημαίνει σε κείμενό της η σύγχρονη ορθόδοξη νορβηγική κοινότητα στο Helsfyr (4), ο άγιος Όλαφ δεν ήταν ένας ασκητής. Η ζωή του δεν ήταν ολόκληρη μια ζωή πίστης και αρετής. Έκανε λάθη. Συμμετείχε σε πολέμους, επέβαλε σκληρές ποινές σε ανθρώπους, δημιούργησε εχθρότητες. Επίσης η ζωή του κατέληξε σε μια αποτυχία, πράγμα που ίσως φανερώνει ότι δεν ευλογήθηκαν όλες οι πράξεις του. Έχασε το θρόνο του, εξορίστηκε, ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη. Κι όμως αγαπήθηκε και τιμήθηκε ως άγιος και ήρωας. Η τιμή του ως αγίου δεν οφείλεται στις «υπηρεσίες του προς την Εκκλησία», αλλά στα θαύματά του. Αν πρόσφερε κάποιες υπηρεσίες στην Εκκλησία, δηλαδή στον εκχριστιανισμό της χώρας του, αυτό οφείλεται στην πίστη του και ήταν στην πραγματικότητα μια υπηρεσία προς το λαό του. Δεν είναι εύκολο να τον κρίνουμε. Δεν ξέρουμε πόσο είχε μετανιώσει για τις νεανικές πειρατικές επιχειρήσεις του, πώς προσευχόταν, σε ποια συνειδησιακή κατάσταση ευρισκόμενος –ίσως θλίψη– προσπαθούσε να επιβάλλει τη δικαιοσύνη, υποβάλλοντας σε σκληρές ποινές τους εξίσου σκληρούς παραβάτες των νόμων. Από πολιτική άποψη, τίποτα δεν του πρόσφερε ο εκχριστιανισμός. Αρχικά πολέμησε με χριστιανούς βασιλιάδες για να απελευθερώσει τη χώρα του από τη δανοσουηδική κυριαρχία. Και τελικά εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε από τον Κανούτο, έναν επίσης χριστιανό βασιλιά.
Το 1164 (ενώ ήδη η Νορβηγία βρισκόταν στη σφαίρα της σχισματικής παπικής Εκκλησίας) ο άγιος Όλαφ ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος της Νορβηγίας, ενώ το 1847 θεσπίστηκε παράσημο με το όνομά του από το βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας Όσκαρ Α΄.
Αγία παρθενομάρτυς Σούννιβα και οι συν αυτή
Η αγία Σούννιβα (Sunniva) μεγάλωσε στα δυτικά της ορθόδοξης χριστιανικής Ιρλανδίας γύρω στα μέσα του δέκατου αιώνα. Ήταν μια σοφή και συνετή πριγκίπισσα, κόρη ενός τοπικού βασιλιά. Όταν πέθανε ο πατέρας της, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του λαού της. Επειδή ήταν μια όμορφη και δυναμική παρθένος, πολλοί επίδοξοι μνηστήρες ζητούσαν το χέρι της. Ένας από αυτούς, άγριος και ισχυρός Βίκινγκ, την απείλησε επανειλημμένα, ότι θα επιτεθεί και θα αφανίσει το λαό της αν δεν τον παντρευτεί. Τότε η Σούννιβα, για να σώσει το λαό της, αποφάσισε να φύγει από τον τόπο της και να εμπιστευτεί την τύχη της στην πρόνοια του Ιησού Χριστού.
Επειδή όμως η αγία αγαπήθηκε από το λαό, τόσο για τη φροντίδα της προς τους φτωχούς καταπιεσμένους, όσο και για την ευσέβεια και την αρετή της, πολλοί επέλεξαν να την ακολουθήσουν στην αυτοεξορία της. Όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όπως αναφέρουν λοιπόν τα αρχαία ιρλανδικά κείμενα, βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα μιμούμενοι την κιβωτό του Νώε, χωρίς κουπιά, πηδάλιο ή πανί και χωρίς όπλα, εναποθέτοντας πλήρως τη ζωή τους στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα, το πλοίο της (ίσως να μην ήταν μόνο ένα) οδηγήθηκε προς την κατεύθυνση της νορβηγικής ακτής. Αφήνοντας μερικούς σε άλλο τόπο, η αγία κατέληξε στο νησί Selja (5). Το νησί καλύπτεται εν μέρει με δάση, πλούσια σε γλυκό νερό, και η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια. Η Selja χρησίμευε επίσης ως βοσκότοπος για τα βοοειδή που ανήκουν σε γεωργούς στην ηπειρωτική χώρα. Εκεί η αγία και το πλήρωμά της εγκαταστάθηκαν σε σπηλιές και άρχισαν τη ζωή τους με βασική ενασχόληση το ψάρεμα. Η αγία δόξασε το Θεό και, για όσο διάστημα παρέμεινε εκεί, έζησε μια ασκητική ζωή. Καταγράφονται τα λόγια της σε χριστιανικά ιρλανδικά ποιήματα αυτής της περιόδου: «Είμαι ευτυχής που μπορώ να σταθώ στο στήθος του νησιού ... Μπορώ να δω τα υπέροχα σμήνη των πουλιών πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, μπορώ να δω τις μαγευτικές φάλαινες, το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα... Και μπορώ να δοξάσω τον Κύριο που έχει εξουσία πάνω από όλα, τον ουρανό με τους αγγέλους του, τη γη και τον αέρα».
Οι αγρότες από την ηπειρωτική χώρα όμως ανησύχησαν όταν έμαθαν για τους αποίκους της Selja, φοβούμενοι ότι πρόκειται για ζωοκλέφτες. Οπλίστηκαν λοιπόν, με αρχηγό ένα σκληρό πολεμιστή, και τους επιτέθηκαν. Η αγία και οι άνθρωποί της είδαν τα πλοία να έρχονται και κατέφυγαν σε μια σπηλιά. Η είσοδος της σπηλιάς γκρεμίστηκε και παρέμειναν εγκλωβισμένοι σ’ αυτήν. Οι ντόπιοι, αφού τους αναζήτησαν μάταια, επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και διάφορα θαυμαστά σημεία, όπως μια παράξενη στήλη φωτός, μαρτυρούσαν ότι κάτι ιδιαίτερο κρύβεται κάτω από τα σωριασμένα βράχια. Και κάποια στιγμή, δυο επιφανείς Νορβηγοί ειδωλολάτρες, οδηγημένοι από το παράξενο φως, ερεύνησαν και ανακάλυψαν ένα ανθρώπινο κρανίο, που ευωδίαζε ένα άρωμα γλυκό σαν του μελιού. Το πήραν μαζί τους και επέστρεψαν στο Nidaros. Εκεί σχετίστηκαν με το βασιλιά Όλαφ Α΄ και αποδέχτηκαν με προθυμία την πρότασή του να βαπτιστούν χριστιανοί. Του ζήτησαν όμως να τους δώσει μια εξήγηση για το ευωδιαστό λείψανο. Ο βασιλιάς το είδε και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για το λείψανο ενός αγίου, έστειλε αποστολή και ερεύνησαν τον τόπο, όπου βρήκαν τα ιερά λείψανα.
Αμέσως η αγία Σούννιβα τιμήθηκε ως πρωτομάρτυρας της νορβηγικής γης και οικοδομήθηκε μια εκκλησία γι’ αυτήν στον τόπο του θανάτου της, που παρέμεινε ως μεγάλο προσκύνημα για αρκετούς αιώνες. Αργότερα ιδρύθηκε εκεί και βενεκδικτίνικο μοναστήρι, υπολείμματα του οποίου διατηρούνται ακόμη. Γύρω στο 1170 η ιστορία της αγίας καταγράφηκε στο λατινικό αγιογραφικό έργο Acta Sanctorum in Selia.
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών στο Μπέργκεν, το 1170-71 και το 1198, τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα να σταματήσει η φωτιά. Η αγία τιμάται λοιπόν ως προστάτιδα του Μπέργκεν (Bergen, Bryggen) και ολόκληρης της δυτικής Νορβηγίας και το όνομά της έγινε βαφτιστικό όνομα για πολλά κορίτσια στη χώρα.
Άγιος Χάλλβαρντ του Lier
Ο άγιος Χάλλβαρντ (Hallvard) ήταν Νορβηγός, γιος του Vebjorn του Husaby, ενός ευγενούς από το Lier. Ήταν έμπορος και ταξίδευε στις Βαλτικές Νήσους. Το 1043, σε ηλικία 23 ετών, προσπάθησε να υπερασπιστεί μια γυναίκα, που είχαν αρπάξει σκλάβα τρεις άνδρες κατηγορώντας την για κλοπή. Αν και ο άγιος προσφέρθηκε να τους επιστρέψει αυτά που ισχυρίζονταν ότι έχασαν, δολοφονήθηκε από αυτούς με βέλη, μαζί με τη γυναίκα. Στη συνέχεια πέταξαν το σώμα του στη θάλασσα, δεμένο σε μια μυλόπετρα. Όμως στάθηκε αδύνατο να βυθιστεί κι έτσι αποκαλύφθηκε το έγκλημά τους. Ο άγιος τιμάται ως μάρτυρας για την υπεράσπιση ενός αθώου προσώπου και είναι ο προστάτης άγιος του Όσλο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Μαΐου.
Το 1130 οικοδομήθηκε στο Όσλο καθεδρικός ναός αφιερωμένος σε αυτόν, όπου φυλάσσονταν και τα λείψανά του, ο οποίος όμως κατέρρευσε το 17ο αιώνα.
Όσιος Τρύφων του Petsamo, απόστολος των Σάμι
Η πρώτη γνωριμία του λαού των Σάμι με την ορθοδοξία μάλλον έγινε μέσω της σπουδαίας μονής Σολοβέτς, των νησιών Σολόφκυ, ίσως και από τους ίδιους τους ιδρυτές της αγίους Σαββάτιο και Ζωσιμά (15ος αιώνας). Απόστολος των Σάμι είναι και ο άγιος Θεοδώρητος του Σολόφκυ (1571, 17 Αυγούστου). Όμως εκείνος που διέδωσε με πολύ μόχθο και αγώνα το χριστιανισμό στους Σάμι είναι ο άγιος Τρύφων του Πετσάμο (Πετσένγκα), ιδρυτής της εκεί μονής της Αγίας Τριάδας.
Ο άγιος Τρύφων γεννήθηκε το 1495 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μητροφάνης. Παιδί της ρωσικής επαρχίας (Νόβγκοροντ), ελλείψει της δυνατότητας να φοιτήσει σε σχολείο, έμαθε γράμματα από τον πατέρα του. Από μικρός ήταν ευσεβής, αγαπούσε την εκκλησιαστική ζωή και στην εφηβεία του υπηρέτησε την εκκλησία ως αναγνώστης και ψάλτης. Μαθαίνοντας για τις φτωχές και παραμελημένες χώρες του παγωμένου βορρά, ταξίδεψε εκεί, ακολουθώντας μάλλον κάποια συντροφιά κυνηγών ή εμπόρων, ενώ ήταν απλός λαϊκός (όχι ιερέας ή μοναχός), και επιδόθηκε σε αποστολικό έργο ανάμεσα στις φυλές των ειδωλολατρών. Το 1524 κατασκεύασε μια καλύβα στον ποταμό Πετσένγκα [Petshenga – νορβηγικά Petsamo (6)]. Σύντομα η αποστολική του δραστηριότητα έφερε καρπούς και το 1532 άνθρωποι έφτασαν στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ Μακάριο ζητώντας αντιμήνσιο για την τέλεση θείας λειτουργίας (το αντιμήνσιο είναι ένα ύφασμα καθαγιασμένο και με μικρά τεμάχια αγίων λειψάνων ραμμένα πάνω του, που στρώνεται σε κοινό τραπέζι, όταν δεν υπάρχει αγία τράπεζα, για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας). Ο αρχιεπίσκοπος ευλόγησε και βοήθησε έμπρακτα την αποστολή, στέλνοντας υλικά για την οικοδόμηση ναού. Έτσι οικοδομήθηκε στον ποταμό Πετσένγκα ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1533, έτος που ο Μητροφάνης εκάρη μοναχός (Τρύφων). Στο ναό αυτό βαφτίστηκαν οι πρώτοι Σάμι ορθόδοξοι χριστιανοί (7).
Αν και υπήρξαν κατά καιρούς διώξεις και συγκρούσεις με ντόπιους παγανιστικούς κύκλους, το 1530 άρχισε να σχηματίζεται μια μικρή αδελφότητα γύρω από τον άγιο Τρύφωνα, ένα μοναστήρι στα σπάργανα. Αφορμή για την κανονική ίδρυση του μοναστηριού ήταν μια παρατεταμένη πείνα που ρήμαξε τη βορειοδυτική Ρωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1550 και στις αρχές του 1560. Ο Τρύφων προχώρησε μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του στα ενδότερα της Ρωσίας, για τη συγκέντρωση τροφίμων για τους πεινασμένους του πληθυσμού. Για αρκετά χρόνια περιπλανήθηκε από πόλη σε πόλη χωρίς σημαντικά αποτελέσματα και το 1556 ήρθε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό και το γιο του, πρίγκηπα Θεόδωρο Ιβάνοβιτς.
Η ζωή του τσάρου Ιβάν μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Έως το 1547, όταν στέφθηκε ο πρώτος Ρώσος τσάρος (αυτοκράτορας), είναι μια «σκληρή» περίοδος. Από το 1547 ως το 1560 μπορεί να θεωρηθεί καλή και ειρηνική περίοδος ανάπτυξης, ειρήνης και ασφάλειας. Από το 1560 μέχρι το θάνατό του το 1584 ήταν και πάλι μια «σκληρή» περίοδος. Ο άγιος Τρύφων και το μοναστήρι της Πετσένγκα γνώρισαν μόνο το καλό πρόσωπο του Ιβάν. Η εκτίμηση του τσάρου πρόσφερε στην αδελφότητα μια ειδική ρύθμιση, με την οποία τα κρατικά έσοδα από την περιοχή των Σάμι παραχωρήθηκαν για την οικοδόμηση και ίδρυση του μοναστηριού.
Ο άγιος Τρύφων, ο οποίος δεν ήταν ιερέας (μόνο απλός μοναχός), δεν υπήρξε ποτέ επίσημα το κεφάλι της μονής του, αν και ήταν ο πνευματικός πατέρας της. Αργότερα αποσύρθηκε στην «έρημο» νότια της μονής, όπου έχτισε ένα μικρό κελί και ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Θεοτόκου. Εκεί έζησε στην ησυχία και την προσευχή μέχρι την κοίμησή του το 1583. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου, μαζί με τη μνήμη του μαθητή του, του αγίου Ιωνά.
Η μονή Πετσένγκα
Η μονή Πετσένγκα παρέμεινε πάντα μικρή, φτωχή και «ασήμαντη» (προς τιμήν της). Στους αιώνες που ακολούθησαν γνώρισε πολλές περιπέτειες και καταστροφές, παρασυρμένη στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1589 μια συμμορία με επικεφαλής τον Pekka Vesainen επιτέθηκε, πυρπόλησε το ανυπεράσπιστο μοναστήρι και σκότωσε τα 116 πρόσωπα που βρέθηκαν εκεί. Το μοναστήρι δεν αποκαταστάθηκε ολοκληρωτικά, αλλά σχεδόν φυτοζωούσε (καταγράφεται π.χ. με 13 μοναχούς το 1701), μέχρι που έκλεισε το 1764 (μαζί με περισσότερα από το ένα τρίτο των μοναστηριών της Ρωσίας) στα πλαίσια του υποχρεωτικού εκδυτικισμού που επέβαλε η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη, επηρεασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Στο χώρο της αρχικής μονής χτίστηκε μια εκκλησία στη μνήμη του αγίου Τρύφωνα και πάνω από τον τάφο του χτίστηκε μια εκκλησία προς τιμήν του Ιησού Χριστού.
Αυτή ήταν η μονή της Πετσένγκα, ως επί το πλείστον μια καμένη τοποθεσία από το 1589 μέχρι τη δεκαετία του 1880, που είχε γίνει προετοιμασία για την ανοικοδόμηση του παλιού μοναστηριού. Το νέο μοναστήρι το αποτελούσαν, όπως και το παλιό, μερικά σπίτια γύρω από μια εκκλησία. Το 1917 η μονή είχε 30 μοναχούς και υπήρχε μέχρι το 1939, όταν ο χειμερινός πόλεμος μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας έληξε με τη Φινλανδία να πρέπει να παραχωρήσει αυτό το τμήμα της επικράτειάς της στη Σοβιετική Ένωση. Ο τελευταίος μοναχός, γέροντας Ακάκιος (Akakij), κοιμήθηκε 110 χρόνων το 1984.
Η πολύπαθη μονή βρισκόταν σε μια περιοχή εξαιρετικά σημαντική για το συμφέρον της Ρωσίας αλλά και διεκδικούμενη από τους Σουηδούς. Όταν χαράχτηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της ενιαίας Δανίας-Νορβηγίας το 1826, το μοναστήρι δεν αναφέρθηκε. Ωστόσο, το μοναστήρι είχε μεγάλη σημασία για τους Skolt Lapps (Σάμι). Η πνευματική παρουσία του ήταν καθοριστική για την ιστορία και την πολιτιστική ταυτότητα αυτού του λαού, που αναφερόταν στη διδασκαλία του αγίου Τρύφωνα με τα λόγια «το είπε ο απόστολος» και γιόρταζε τη μνήμη του με σπουδαίες εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, που περιελάμβαναν μέχρι και αγώνες με ταράνδους.
Στη Φινλανδία και τη Νορβηγία σήμερα ζουν μόνο μερικές «χούφτες» ορθόδοξοι χριστιανοί. Όμως, παρά το γεγονός ότι η Νορβηγοί και οι Φιλανδοί Lapps Skolt είναι μια μικρή ομάδα ορθοδόξων χριστιανών, που περικλείεται σε μια κυρίως προτεσταντική περιοχή (οι Σάμι της Σκανδιναβίας καταγράφονται στην πλειοψηφία τους ως λουθηρανοί), διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Συνεχείς προσπάθειες έγιναν, τόσο από τους Φιλανδούς όσο και από τους Νορβηγούς λουθηρανούς, να τους μεταστρέψουν στον προτεσταντισμό. Στη Φινλανδία αυτό δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η μικρή κοινότητα Skolt στη νορβηγική Neiden θρησκευτικά υπέκυψε – σχεδόν.
Ο ναός των αγίων Μπόρις και Γκλεμπ, που είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο άγιος Τρύφων, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το παλαιότερο ξύλινο κτίριο της Βόρειας Νορβηγίας. Σημειωτέον και ότι μόνο ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή τη χώρα είναι κατασκευασμένες έτσι. Το εκκλησάκι είναι πολύ ταπεινό, τόσο σε μέγεθος όσο και σε εμφάνιση. Βρίσκεται σε ένα μικρό λόφο στο Neiden ποταμό, εκεί όπου έδρασε αρχικά ο άγιος σύμφωνα με την παράδοση. Γύρω από την εκκλησία είναι το νεκροταφείο με μερικούς παλιούς σταυρούς, ένα μικρό «πύργο ρολογιού» και ένα παραδοσιακό ταφικό μνημείο. Σώζεται επίσης ο Άγιος Γεώργιος, ένα παρεκκλήσι, που χτίστηκε ομοίως από τον άγιο Τρύφωνα το 1565. Είναι ένα μικρό, χαμηλό, ξύλινο κτίριο, μόνο 10 τετραγωνικών μέτρων, λίγο ψηλότερο από 2 μέτρα, που φέρει τα σημάδια της μεγάλης του ηλικίας. Η στέγη του είναι ιδιότυπη και προκαλεί ένα θαυμαστό θέαμα, όταν, στην κατάλληλη ώρα, το φως διαχέεται μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στα δεξιά της. Και, όταν κάποιος συνηθίσει το αμυδρό φως, γίνεται ακόμα πιο έκπληκτος με τα πολλά, μεγάλα και ωραία εικονίσματα.
Σε νορβηγικό έδαφος είναι επίσης ένα άλλο ιερό που συνδέεται με τον άγιο Τρύφωνα, μια σπηλιά στα βουνά, όπου ο άγιος κατέφυγε όταν καταδιώχθηκε και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Το 1870 το σπήλαιο ανακαινίστηκε και ιδρύθηκε σ’ αυτό ένα ιερό, όπου τοποθετήθηκε η ιστορική εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν εκεί.
Το έτος 1965 ήταν ένα πρώτο σημείο καμπής. Ήταν η 400ή επέτειος της ίδρυσης του ναού στο Neiden και εορτάστηκε πανηγυρικά με την παρουσία Φιλανδών και Νορβηγών. Ήταν η πρώτη φορά από τις αρχές του αιώνα που λειτουργήθηκε το εκκλησάκι, από τότε όμως λειτουργείται κάθε καλοκαίρι. Σήμερα το ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία έχει αναζωπυρωθεί στην περιοχή και το εκκλησάκι του Neiden υπάγεται στην ορθόδοξη κοινότητα του ναού του αγίου Νικολάου στο Όσλο (Helsfyr, Oslo). Η τοπική Εκκλησία έχει πλέον τη φροντίδα του παρεκκλησίου και την οργάνωση της λατρείας εκεί. Στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου έχει δοθεί νέα ζωή και έχει γίνει τόπος συνάντησης για ορθόδοξους χριστιανούς από τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Φινλανδία. Το έργο του αγίου Τρύφωνα λοιπόν δεν έχει τεθεί στο μουσείο της ιστορίας, αλλά είναι ζωντανό και ανοίγει προοπτικές για το μέλλον (8).
Η πορεία μετά το Σχίσμα ως το Λουθηρανισμό
Ας επιστρέψουμε στον 11ο αιώνα, λίγο μετά την εποχή του αγίου Όλαφ Χάραλντσσον. Ο εκχριστιανισμός της Νορβηγίας ολοκληρώθηκε μετά το πέρας της δανοσουηδικής κατάκτησης, στα χρόνια του βασιλιά Μάγνου Α΄ του Καλού (Magnus I, 1035-1047), γιου του αγίου Όλαφ, ο οποίος πραγματοποίησε τη δανονορβηγική ένωση (1042). Η Εκκλησία της Νορβηγίας, με τρεις επισκοπές (Νίνταρος, Σέλια και Όσλο) υπαγόταν στην αρχιεπισκοπή Αμβούργου, αλλά η διαποίμανσή της από επισκόπους καταγόμενους από διάφορες χώρες διασπούσε την εσωτερικής της συνοχή. Γύρω στο 1060 ο βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ Χόροντε (Χάραλντ ο Αυστηρός) προσπάθησε να την αυτονομήσει και απευθύνθηκε στην Αγγλία, τη Γαλλία και το Βυζάντιο για αποστολή επισκόπων. Αυτό ίσως ήταν ένα κομβικό σημείο, στο οποίο η εν Νορβηγία Ορθοδοξία πιθανόν μπορούσε να έχει περισωθεί. Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι οι προσπάθειές του δεν τελεσφόρησαν. Έτσι η νορβηγική Εκκλησία, ενταγμένη στην Εκκλησία της δύσης, παρασύρθηκε από τη δίνη του Μεγάλου Σχίσματος (1054) και ακολούθησε τον παπισμό και την τύχη της δυτικής Ευρώπης.
Το 16ο αιώνα, ενωμένη με τη Δανία σε ενιαίο βασίλειο, η Νορβηγία υιοθέτησε το λουθηρανισμό. Οι βασιλείς της Δανίας Χριστιανός Β΄, Φρειδερίκος Α΄ και Χριστιανός Γ΄, θέλοντας να στηρίξουν την εξουσία τους κατά των ευγενών και της παπικής ιεραρχίας, εισήγαγαν το λουθηρανισμό, τον οποίο η Βουλή της Κοπεγχάγης (μετά από εμφύλιο πόλεμο) αναγνώρισε το 1536 ως τη μόνη θρησκεία του βασιλείου. Ο εκκλησιαστικός «οργανισμός», που συνέταξε ο Ιωάννης Βούγγενχαγγεν (Bugenhagen), ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λούθηρου, τιτλοφορείται Εκκλησιαστική διάταξη των βασιλείων Δανίας και Νορβηγίας (Ordinatio ecclesiastica regnorum Daniae et Norvegiae, 1537).
Σήμερα στη Νορβηγία, και γενικότερα στη Σκανδιναβία, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τις ορθόδοξες ρίζες του τόπου και του λαού. Πολύτιμα στοιχεία για το θέμα βλ. στην ιστοσελίδα της ορθόδοξης κοινότητας του ναού Αγίου Νικολάου του Όσλο:http://home.online.no/~thorosl/Kirkeside/ENsiteleft.html (νορβηγικά).
http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/agioi_norvigias/agioi_norvigias_1.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου