Η σιωπηλή αδελφότητα. Από το Ταξίδι του Αγίου Brendan
Έπειτα το πουλί του δέντρου τους επισκέφτηκε ξανά και είπε: «Θα πλεύσετε από αυτό το νησί σε ένα άλλο νησί όπου κατοικούν εικοσιτέσσερις μοναχοί και θα γιορτάσετε τα Χριστούγεννα μαζί με αυτούς τους άγιους άνδρες» και αφού είπε αυτά πέταξε πίσω στους συντρόφους του. Έπειτα ο Brendan και οι μοναχοί του βγήκαν ξανά στον ωκεανό στο όνομα του Θεού και οι άνεμοι τους παρέσερναν πάνω και κάτω σε σημείο που να βρεθούν σε μεγάλο κίνδυνο. Και έπλεαν με αυτόν τον τρόπο για τέσσερις μήνες και δεν έβλεπαν τίποτα γύρω τους πέρα από τον ουρανό και τα κύματα. Και τελικά είδαν ένα νησί που βρισκόταν κοντά και παρακάλεσαν τον Ιησού Χριστό να τους πάει κοντά σε αυτό το νησί. Όμως τα κύματα υψώθηκαν και τους παρέσυραν για άλλες σαράντα ημέρες. Έφτασαν έπειτα σε ένα μικρό λιμάνι και ήταν πολύ στενό για να χωρέσει το πλοίο, έτσι έριξαν την άγκυρα και έφτασαν μόνοι τους στην στεριά. Και άρχισαν να εξερευνούν το νησί και βρήκαν δύο πηγάδια και το νερό του ενός ήταν φωτεινό και καθαρό όμως το νερό του άλλου ήταν λασπώδες. Και μερικοί από αυτούς πήγαν να πιουν από τα πηγάδια όμως ο Brendan τους ικέτευσε να μην το κάνουν. Έπειτα ένας φιλόξενος γέροντας τους πλησίασε και τους καλωσόρισε με ευγένεια και φίλησε τον Brendan και πέρασαν δίπλα από πολλά όμορφα πηγάδια ώσπου έφτασαν στο μεγάλο Μοναστήρι.
Και εκεί μέσα βρίσκονταν εικοσιτέσσερις μοναχοί για να τους καλωσορίσουν οι οποίοι φορούσαν βασιλικούς μανδύες που ήταν πλεγμένοι με χρυσές κλωστές και μπροστά τους βρισκόταν ένα βασιλικό στέμμα και παντού υπήρχαν αναμμένα κεριά. Και ο Ηγούμενος τους πλησίασε και φίλησε τον Brendan με πολύ ταπείνωση και καλωσόρισε αυτόν και τους συντρόφους του. Έπειτα τους οδήγησε ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους. Έπειτα τους πλησίασε κάποιος που τους υπηρέτησε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και τους πρόσφερε πολύ κρέας και πιοτό και τοποθέτησε ένα νόστιμο καρβέλι ψωμί ανάμεσα σε κάθε δυάδα και λευκές νόστιμες ρίζες και βότανα, όμως δεν γνώριζαν τι ρίζες είναι αυτές και ήπιαν το νερό από το καθαρό πηγάδι που πρωτοείδαν. Έπειτα ο Ηγούμενος αφού τους πλησίασε τους ενθάρρυνε και τους ικέτευσε να φαν και να πιουν μέχρι να χορτάσουν. «Γιατί κάθε ημέρα» είπε «το κρέας και το πιοτό το φέρνει στο κελάρι μας ένας δυνατός άνδρας και δεν γνωρίζουμε από πού έρχεται αλλά γνωρίζουμε μόνο το ότι μας το στέλνει ο Θεός. Και δεν έχουμε ποτέ παράγει κρέας ή πιοτό για τους εαυτούς μας» είπε «εικοσιτέσσερις αδελφοί είμαστε και κάθε ημέρα της εβδομάδας Εκείνος μας στέλνει δώδεκα φραντζόλες και κάθε Κυριακή και την ημέρα του Αγίου Πατρικίου εικοσιτέσσερις φραντζόλες και το ψωμί που δεν χρησιμοποιούμε στο μεσημεριανό το χρησιμοποιούμε για το δείπνο. Και τώρα με τον ερχομό σου, ο Κύριος μας, μας έστειλε σαράντα οχτώ φραντζόλες ώστε να χαρούμε όλοι μαζί. Και πάντοτε δώδεκα από εμάς πηγαίνουν για δείπνο» είπε «ενώ άλλοι δώδεκα ψέλνουν και είμαστε εδώ ογδόντα χρόνια και σε αυτή τη γη δεν υπάρχει αρρώστια και κακοκαιρία.
Και υπάρχουν εφτά κέρινες λαμπάδες στο μέρος όπου στέκεται η χορωδία» είπε «που ποτέ δεν ανάφτηκαν από ανθρώπινο χέρι και καίνε μέρα και νύχτα κάθε στιγμή που προσευχόμαστε και ποτέ δεν έσβησαν ούτε ελαττώθηκε το φως τους αυτά τα ογδόντα χρόνια.» Έπειτα από αυτό ο Brendan πήγε στην εκκλησία μαζί με τον Ηγούμενο και απήγγειλαν τις απογευματινές προσευχές μαζί με πολύ αφοσίωση. Και ο Brendan είδε όμορφα πλεγμένα υφάσματα και άγια ποτήρια από καθαρό κρύσταλλο και στο μέρος όπου στεκόταν η χορωδία υπήρχαν εικοσιτέσσερις θέσεις για τους εικοσιτέσσερις αδελφούς και μία θέση για τον Ηγούμενο στο κέντρο. Και ο Brendan ρώτησε τον Ηγούμενο πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που παρέμεναν σιωπηλοί και κανένας δεν μιλούσε στον άλλο και ο Ηγούμενος είπε «ο Κύριος μας γνωρίζει πως κανένας δεν μίλησε σε κάποιον άλλο αυτά τα ογδόντα χρόνια.»* Και όταν ο Brendan το άκουσε αυτό φώναξε από τη χαρά του και είπε «Αγαπημένε Πατέρα, για την αγάπη του Θεού άφησε με να μείνω εδώ μαζί σου.» «Γνωρίζεις καλά» είπε ο Ηγούμενος «πως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, γιατί ο Κύριος μας δεν σου έχει φανερώσει τι πρέπει να κάνεις και θα επιστρέψεις στην Ιρλανδία στο τέλος;» Και καθώς ο Brendan γονάτιζε στην εκκλησία είδε έναν λαμπερό άγγελο που μπήκε από το παράθυρο και άναψε όλα τα καντήλια στην εκκλησία και έπειτα βγήκε και πάλι από το παράθυρο για να πάει στον Ουρανό. «Με κάνει να αναρωτιέμαι» είπε ο Brendan «το πώς αυτά τα καντήλια καίνε συνέχεια χωρίς να σβήνουν.» «Δεν άκουσες ποτέ» είπε ο Ηγούμενος «πως τον παλιό καιρό ο Μωυσής είδε έναν θάμνο ο οποίος καιγόταν από την κορυφή ως το έδαφος και όσο περισσότερο καιγόταν τόσο ποιο πράσινα γινόντουσαν τα φύλλα του; Και μην αμφιβάλεις» είπε «για το ότι η δύναμη του Κυρίου είναι μεγάλη όπως ήταν πάντοτε.»
*Σχετικό με την σιωπή που τηρούν οι μοναχοί.
Αγγλικό κείμενο The Voyage of Saint Brendan
Μετάφραση Orthodoxy-Rainbow
Έπειτα το πουλί του δέντρου τους επισκέφτηκε ξανά και είπε: «Θα πλεύσετε από αυτό το νησί σε ένα άλλο νησί όπου κατοικούν εικοσιτέσσερις μοναχοί και θα γιορτάσετε τα Χριστούγεννα μαζί με αυτούς τους άγιους άνδρες» και αφού είπε αυτά πέταξε πίσω στους συντρόφους του. Έπειτα ο Brendan και οι μοναχοί του βγήκαν ξανά στον ωκεανό στο όνομα του Θεού και οι άνεμοι τους παρέσερναν πάνω και κάτω σε σημείο που να βρεθούν σε μεγάλο κίνδυνο. Και έπλεαν με αυτόν τον τρόπο για τέσσερις μήνες και δεν έβλεπαν τίποτα γύρω τους πέρα από τον ουρανό και τα κύματα. Και τελικά είδαν ένα νησί που βρισκόταν κοντά και παρακάλεσαν τον Ιησού Χριστό να τους πάει κοντά σε αυτό το νησί. Όμως τα κύματα υψώθηκαν και τους παρέσυραν για άλλες σαράντα ημέρες. Έφτασαν έπειτα σε ένα μικρό λιμάνι και ήταν πολύ στενό για να χωρέσει το πλοίο, έτσι έριξαν την άγκυρα και έφτασαν μόνοι τους στην στεριά. Και άρχισαν να εξερευνούν το νησί και βρήκαν δύο πηγάδια και το νερό του ενός ήταν φωτεινό και καθαρό όμως το νερό του άλλου ήταν λασπώδες. Και μερικοί από αυτούς πήγαν να πιουν από τα πηγάδια όμως ο Brendan τους ικέτευσε να μην το κάνουν. Έπειτα ένας φιλόξενος γέροντας τους πλησίασε και τους καλωσόρισε με ευγένεια και φίλησε τον Brendan και πέρασαν δίπλα από πολλά όμορφα πηγάδια ώσπου έφτασαν στο μεγάλο Μοναστήρι.
Και εκεί μέσα βρίσκονταν εικοσιτέσσερις μοναχοί για να τους καλωσορίσουν οι οποίοι φορούσαν βασιλικούς μανδύες που ήταν πλεγμένοι με χρυσές κλωστές και μπροστά τους βρισκόταν ένα βασιλικό στέμμα και παντού υπήρχαν αναμμένα κεριά. Και ο Ηγούμενος τους πλησίασε και φίλησε τον Brendan με πολύ ταπείνωση και καλωσόρισε αυτόν και τους συντρόφους του. Έπειτα τους οδήγησε ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους. Έπειτα τους πλησίασε κάποιος που τους υπηρέτησε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και τους πρόσφερε πολύ κρέας και πιοτό και τοποθέτησε ένα νόστιμο καρβέλι ψωμί ανάμεσα σε κάθε δυάδα και λευκές νόστιμες ρίζες και βότανα, όμως δεν γνώριζαν τι ρίζες είναι αυτές και ήπιαν το νερό από το καθαρό πηγάδι που πρωτοείδαν. Έπειτα ο Ηγούμενος αφού τους πλησίασε τους ενθάρρυνε και τους ικέτευσε να φαν και να πιουν μέχρι να χορτάσουν. «Γιατί κάθε ημέρα» είπε «το κρέας και το πιοτό το φέρνει στο κελάρι μας ένας δυνατός άνδρας και δεν γνωρίζουμε από πού έρχεται αλλά γνωρίζουμε μόνο το ότι μας το στέλνει ο Θεός. Και δεν έχουμε ποτέ παράγει κρέας ή πιοτό για τους εαυτούς μας» είπε «εικοσιτέσσερις αδελφοί είμαστε και κάθε ημέρα της εβδομάδας Εκείνος μας στέλνει δώδεκα φραντζόλες και κάθε Κυριακή και την ημέρα του Αγίου Πατρικίου εικοσιτέσσερις φραντζόλες και το ψωμί που δεν χρησιμοποιούμε στο μεσημεριανό το χρησιμοποιούμε για το δείπνο. Και τώρα με τον ερχομό σου, ο Κύριος μας, μας έστειλε σαράντα οχτώ φραντζόλες ώστε να χαρούμε όλοι μαζί. Και πάντοτε δώδεκα από εμάς πηγαίνουν για δείπνο» είπε «ενώ άλλοι δώδεκα ψέλνουν και είμαστε εδώ ογδόντα χρόνια και σε αυτή τη γη δεν υπάρχει αρρώστια και κακοκαιρία.
Και υπάρχουν εφτά κέρινες λαμπάδες στο μέρος όπου στέκεται η χορωδία» είπε «που ποτέ δεν ανάφτηκαν από ανθρώπινο χέρι και καίνε μέρα και νύχτα κάθε στιγμή που προσευχόμαστε και ποτέ δεν έσβησαν ούτε ελαττώθηκε το φως τους αυτά τα ογδόντα χρόνια.» Έπειτα από αυτό ο Brendan πήγε στην εκκλησία μαζί με τον Ηγούμενο και απήγγειλαν τις απογευματινές προσευχές μαζί με πολύ αφοσίωση. Και ο Brendan είδε όμορφα πλεγμένα υφάσματα και άγια ποτήρια από καθαρό κρύσταλλο και στο μέρος όπου στεκόταν η χορωδία υπήρχαν εικοσιτέσσερις θέσεις για τους εικοσιτέσσερις αδελφούς και μία θέση για τον Ηγούμενο στο κέντρο. Και ο Brendan ρώτησε τον Ηγούμενο πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που παρέμεναν σιωπηλοί και κανένας δεν μιλούσε στον άλλο και ο Ηγούμενος είπε «ο Κύριος μας γνωρίζει πως κανένας δεν μίλησε σε κάποιον άλλο αυτά τα ογδόντα χρόνια.»* Και όταν ο Brendan το άκουσε αυτό φώναξε από τη χαρά του και είπε «Αγαπημένε Πατέρα, για την αγάπη του Θεού άφησε με να μείνω εδώ μαζί σου.» «Γνωρίζεις καλά» είπε ο Ηγούμενος «πως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, γιατί ο Κύριος μας δεν σου έχει φανερώσει τι πρέπει να κάνεις και θα επιστρέψεις στην Ιρλανδία στο τέλος;» Και καθώς ο Brendan γονάτιζε στην εκκλησία είδε έναν λαμπερό άγγελο που μπήκε από το παράθυρο και άναψε όλα τα καντήλια στην εκκλησία και έπειτα βγήκε και πάλι από το παράθυρο για να πάει στον Ουρανό. «Με κάνει να αναρωτιέμαι» είπε ο Brendan «το πώς αυτά τα καντήλια καίνε συνέχεια χωρίς να σβήνουν.» «Δεν άκουσες ποτέ» είπε ο Ηγούμενος «πως τον παλιό καιρό ο Μωυσής είδε έναν θάμνο ο οποίος καιγόταν από την κορυφή ως το έδαφος και όσο περισσότερο καιγόταν τόσο ποιο πράσινα γινόντουσαν τα φύλλα του; Και μην αμφιβάλεις» είπε «για το ότι η δύναμη του Κυρίου είναι μεγάλη όπως ήταν πάντοτε.»
*Σχετικό με την σιωπή που τηρούν οι μοναχοί.
Αγγλικό κείμενο The Voyage of Saint Brendan
Μετάφραση Orthodoxy-Rainbow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου