Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Όλα είχανε σκεπαστεί με το λευκό πέπλο του χιονιά. Είχε καιρό να χιονίσει έτσι. Το μοναστήρι έμοιαζε αλλιώτικο. Λευκό. Σιωπηλό.
Ένας μοναχός μονάχα –κι αυτός αθόρυβα- διέσχιζε την αυλή χωρίς ίχνος αίσθησης του κρύου. Η άκρη από το ρασάκι του χάιδευε απαλά το απλωμένο χιόνι. Το κουκούλι του γεμάτο κι αυτό με νιφάδες, όπως και τα γένια του, μαρτυρούσαν ότι για ώρα βρισκόταν εκτεθειμένος στον χιονιά.
Τελικά έφτασε στην πόρτα που οδηγεί στα κελλιά των πατέρων. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός θόρυβος των κλειδιών του. Η πόρτα έκλεισε και μετά σιωπή. Μια σιωπή που δεν σε φόβιζε αλλά σε ειρήνευε, σου δημιουργούσε μια αίσθηση χαράς μέσα σου.
Όλα αυτά τα έβλεπε από το παραθύρι του κελλιού του ο αρχάριος μοναχός. Είχε περίπου δύο χρόνια στο μοναστήρι. Ανέπνεε τον κρύο αέρα με ευχαρίστηση. Έμεινε εκεί για μερικά ακόμα λεπτά. Το πρόσωπό του άρχισε να κρυώνει. Τότε ήταν που έκλεισε το παράθυρο. Τακτοποίησε και την κουρτίνα. Πήγε κάθισε στο γραφειάκι που είχε.
Από το ράφι που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το μικρό γραφείο του έπιασε ένα βιβλίο χωρίς να κοιτά. Είχε πολλά βιβλία. Βιβλία γεμάτα Θεό, μετάνοια, άσκηση, αγιότητα.
Όταν άφησε το βιβλίο στο γραφείο, τότε άνοιξε και τα μάτια του για να δει ποιο βιβλίο τελικά πήρε. Ήταν ένα βιβλίο με την ζωή του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Τι ευλογημένη σύμπτωση; Πριν λίγες ημέρες εόρταζε ο Άγιος Σεραφείμ. Το βιβλίο αυτό το είχε διαβάσει δυο φορές. Το έπιασε με τα δυο του τα χέρια. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σταμάτησε απότομα. Άνοιξε τα μάτια του. Άνοιξε διάπλατα το βιβλίο. Είχε σταματήσει σε μια σελίδα με τις διδαχές του Αγίου. Ο τίτλος ήταν «Η απάρνησις του κόσμου». Μόλις διάβασε την επικεφαλίδα είπε ένα απαλό «Κύριε ελέησόν με...». Έκανε τον σταυρό του και άρχισε να διαβάζει.
«Ο φόβος του Θεού αποκτάται μόνο όταν ο άνθρωπος απαρνηθεί κάθε τι κοσμικό, πρέπει να συγκεντρώσει τις σκέψεις και τις αισθήσεις του και βυθισθεί ολόκληρος στη θεωρία του Θεού και στην αίσθηση της μακαριότητος που ο Κύριος έχει υποσχεθεί στους αγίους.
Είναι αδύνατον να απαρνηθείς τον κόσμο και να έρθεις σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, όσο παραμένεις σ’ αυτόν. Διότι όσο τα πάθη δεν ησυχάζουν είναι αδύνατον να αποκτήσεις την ψυχική ειρήνη. Και τα πάθη δεν ησυχάζουν, εφόσον μας περιβάλλουν οι αιτίες που τα διεγείρουν. Για να φτάσεις στην τελεία απάθεια και ψυχική γαλήνη πρέπει να ασκηθείς πολύ στη νοερά προσευχή και στη νήψη. Αλλά πώς είναι δυνατόν να παραδοθείς ολοκληρωτικά στη θεωρία του Θεού, να μαθητεύεις στον νόμο Του και να ανυψώνεσαι ολόψυχα κοντά Του με τη φλογερή προσευχή, αφού θα βρίσκεσαι μέσα στην αδιάκοπη ταραχή των παθών που αφθονούν στον κόσμο; "Ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται".
Αν η ψυχή δεν απελευθερωθεί από τον κόσμο, δεν μπορεί να αγαπήσει ειλικρινά τον Θεό. Διότι τα βιοτικά, κατά τον Όσιο Αντίοχο, τη σκεπάζουν σαν πέπλο...».Το διάβασε τρεις φορές αυτό το κομμάτι. Όταν τελείωσε, έκανε και πάλι τον σταυρό του. Είπε σχεδόν ψιθυριστά «Δόξα σοι ο Θεός... Άγιε Σεραφείμ πρέσβευε υπέρ ημών». Σηκώθηκε. Πήρε το βιβλίο και το έβαλε στην θέση του στην βιβλιοθήκη.
Πήγε και πάλι προς το παράθυρο. Κάτι τον παρακίνησε να δει έξω στην αυλή. Άνοιξε την κουρτίνα. Σα να είδε μια μορφή μέσα στην κατάλευκη αυλή.
«Πάλι βγήκε ο πάτερ»; διερωτήθηκε. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ντυμένος στα μαύρα. Μα, τώρα που παρατηρούσε καλύτερα και πιο επίμονα δεν ταίριαζε αυτή η μορφή με του μοναχού που είδε πιο πριν. Ήταν πίσω από τα λεμονοκυπάρισσα. Μια την έβλεπε, μια την έχανε. Άνοιξε το παράθυρο για να μπορέσει καλύτερα να δει τον άνθρωπο. Ποιος ήταν; Τι έκανε έξω στην παγωνιά;
Ξάφνου πίσω από ένα λεμονοκυπάρισσο ξεπρόβαλε αυτή η μαυροφορεμένη μορφή. Ήταν μια γυναίκα. Ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Αρχοντική. Περπατούσε
τώρα στην αυλή, ακριβώς έξω από το παραθύρι του. Περπατούσε σαν να ήταν ο τόπος αυτός δικός της. Το βλέμμα της περιεργαζόταν τα παράθυρα των κελλιών. Σα να έβλεπε τι γινόταν μέσα. Σα να έβλεπε τι έκανε ο κάθε μοναχός μέσα στο κελλί του. Έβλεπε το ένα, το άφηνε μετά από λίγο. Έκανε δυο τρία βήματα, έβλεπε το άλλο. Σε μερικά ανύψωνε το δεξί της χέρι και τα ευλογούσε, όπως ευλογεί ο ιερέας.
Μα ποια είναι αυτή η γυναίκα; Πώς ανέβηκε εδώ πάνω με τέτοιο καιρό; Πώς ευλογεί ως ιερέας; Σκέφτηκε να μιλήσει. Να την ρωτήσει μήπως ήθελε βοήθεια, να την ρωτήσει ποια είναι και τι κάνει τέτοια ώρα στο μοναστήρι. Ήταν νωρίς το απόγευμα όμως ήδη άρχιζε να σκοτεινιάζει. Καθώς συλλογιζόταν τι να κάνει το βλέμμα του αποσπάσθηκε από την γυναίκα, χάθηκε στους συλλογισμούς του. Ξάφνου επανήλθε.
Μα τώρα όλα πήραν νόημα. Τώρα είχε καταλάβει τα πάντα. Σήκωσε το βλέμμα του με έναν ιερό φόβο προς την γυναίκα. Μα κι αυτή τώρα αυτόν κοιτούσε. Ήρθε η ώρα του δικού του κελλιού. Τον κοιτούσε κατάματα. Αυτά τα μάτια της. Θαρρείς ότι έβγαζαν φως. Θαρρείς το σιωπηλό της πρόσωπο ψιθύριζε το πιο εύηχο τραγούδι. Αυτός είχε κοκαλώσει. Οι δυο τους. Σα να γνωριζόντουσαν μια ζωή. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και δεν θέλανε να αποχωριστούν. Μέσα του μια φωνή άρχισε να ακούγεται. Μια φωνή που συνεχώς αυξανόταν.
«Ό,τι διαβάζεις να το κάνεις πράξη και θα σωθείς». Συνεχώς αυτή η φράση. Είχε κατακλύσει την καρδιά του, το νου του. Όταν δυνάμωσε αρκετά αυτή η φράση μέσα του, η γυναίκα του έκανε νεύμα και άρχισε να απομακρύνεται. Η εσωτερική φωνή άρχισε να καταλαγιάζει, καθώς η μαυροφορεμένη απομακρυνόταν.
Ήταν λίγο πριν χαθεί πίσω από το Καθολικό του μοναστηριού, όταν γύρισε και τον ξανακοίταξε. Μέσα του σκίρτησε χαρά, συγκίνηση, μετάνοια, προσευχή, δοξολογία, τραγούδι. Σήκωσε τότε το δεξί της χέρι και τον ευλόγησε. Τον ευλόγησε όπως ευλογεί ένας ιερέας. Ευλόγησε μετά και όλο το μοναστήρι. Κοίταξε μετά λίγο στα δεξιά της. Ένας σεβάσμιος παππούλης, ασπρογένης, κόπιασε κοντά της. Τον κοίταξε. Έμοιαζε με τον Άγιο Σεραφείμ που μόλις είχε διαβάσει την διδαχή του. Του έκανε κι αυτός ένα νεύμα. Και οι δυο τους, αν και χιόνιζε αρκετά δεν είχανε πάνω τους ούτε μια νιφάδα χιονιού. Σα να μην τους άγγιζε τίποτα.
Χάθηκαν πίσω από το Καθολικό. Ο μοναχός έβαλε πρόχειρα ένα παλτό στους ώμους του και έτρεξε να τους προλάβει. Δεν είδε κανέναν. Έψαξε για αρκετή ώρα. Ούτε πατημασιές, ούτε τίποτα. Μόνο μια γλυκιά ευωδία υπήρχε στην ατμόσφαιρα που μαρτυρούσε το πέρασμά τους. Το πέρασμα της Παναγίας και του Αγίου Σεραφείμ.
Έμεινε εκεί στην αυλή μερικά λεπτά. Περπάτησε στον τόπο που περπατούσε πριν λίγο η Μητέρα του Θεού. Έσκυψε χάμω. Γονάτισε στο σημείο όπου η Παναγία στάθηκε και είδε τα εσώψυχά του. Τα χέρια του τα έμπηξε στο φρέσκο χιόνι. Έκλεινε κι άλλο το σώμα του. Το πρόσωπό του άγγιξε το χιόνι. Ήθελε να φιλήσει τον τόπο αυτόν, τον ιερό και άγιο. Τον τόπο όπου η Υπεραγία έκανε για λίγο στασίδι της. Δεν αισθανόταν κρύο. Μια φλόγα υπήρχε μονάχα μέσα του. Ολάκερος είχε γίνει μια φλόγα.
Μια πόρτα άνοιξε βιαστικά βιάζοντας την απόλυτη σιωπή. Ξεπρόβαλε ένας μοναχός. Τον είδε κάτω στα χιόνια και τρόμαξε.
«Αδελφέ είσαι καλά»; Αυτός, ξαφνιάστηκε από την ανθρώπινη φωνή. Συνήλθε λίγο από την πνευματική μέθη του.
«Ναι αδελφέ, γλίστρησα και έπεσα...είμαι καλά όμως...δόξα τω Θεώ».
Ήρθε ο αδελφός και τον σήκωσε. Μα είδε τα μάτια του.
«Είσαι σίγουρα καλά»;
Εκείνος δεν μίλησε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Φοβήθηκε μήπως και προδοθεί η συγκίνησή του, το υπερκόσμιο βίωμά του. Φοβήθηκε μήπως και σπαταλήσει την Θεία δωρεά.
Τα μάτια του όντως ήταν διαφορετικά. Φωτεινά. Καθάρια. Γλυκά. Πήγε πίσω στο κελί του. Άφησε το παλτό του στην καρέκλα του γραφείου. Έκλεισε το παράθυρο. Τακτοποίησε την κουρτίνα. Πήρε το βιβλίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ που έχει ως εξώφυλλο την αγία μορφή του. Το έβαλε στο προσκυνητάρι του. Γονάτισε. Έβγαλε από την τσέπη του το κομποσχοίνι του. Το καντηλάκι του τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι του κελλιού. Οι εικόνες του προσκυνηταριού λες και χόρευαν μέσα στις εναλλαγές του φωτός και των σκιών. Έμεινε εκεί όλο το βράδυ. Ο χρόνος περνούσε διαφορετικά. Τα μάτια του δεν έπαψαν να δακρύζουν.
Ακούστηκε το πρωινό τάλαντο. Έκανε να σηκωθεί μα τα πόδια του ήταν σαν παράλυτα. Έκανε προσπάθεια να σηκωθεί. Έφτασε στο κρεβάτι. Εκεί για λίγο άπλωσε το σώμα του, τα πόδια του. Άρχισε και πάλι να κυκλοφορεί το αίμα.
Ακούστηκε η καμπάνα. Η ακολουθία είχε αρχίσει.
Έφτασε καθυστερημένα. Οι παλαιοί πατέρες κούνησαν το κεφάλι τους δυσαρεστημένοι καθώς τον είδαν να εισέρχεται στο Καθολικό μετά τον Εξάψαλμο.
Πήγε και πήρε την ευχή του γέροντά του. Εκείνος του έπιασε το χέρι και δεν του το άφησε μέχρι να τον δει στα μάτια. Σήκωσε δειλά το βλέμμα του.
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του ηγουμένου.Τα μάτια του τον πρόδωσαν.
"Θα τα πούμε μετά παιδί μου..." είπε ο ηγούμενος με ήρεμη φωνή σαν να ήξερε τα πάντα. Το άκουσε με ανακούφιση.
"Ναι γέροντα θέλω να τα πούμε..." είπε χαμηλόφωνα έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς χαράς.
"Ξέρω, ξέρω παιδί μου...όλα καλά".
Πήγε στο στασίδι του.Η ακολουθία συνεχιζόταν.Η ζωή συνεχιζόταν...
Οι υπόλοιποι μοναχοί ανυποψίαστοι ψέλνανε τους κανόνες του Όρθρου
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου