Για αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εδώ christos.vas94@gmail.com.

Σελίδες

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Άγιος Cennydd της Ουαλίας, ο Ερημίτης. Ημέρα Μνήμης: 5 Ιουλίου.



Ο Άγιος Cennydd ήταν ο γιος του βασιλιά Dihoc - κατά πάσα πιθανότητα του Deroch II της Δουμνόνιας - μέσα από μια αιμομικτική σχέση με την ίδια του την κόρη. Ενώ η πριγκίπισα ήταν έγκυος, ο βασιλιάς Deroch κλήθηκε από τον Υψηλό βασιλέα Αρθούρο για να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό των Χριστουγέννων που πραγματοποιούνταν στην βασιλική αυλή στο Aber Llychwr (Loughor). Οι δύο ταξίδευαν εκεί μαζί και ο Άγιος Cennydd γεννήθηκε πιθανότατα στο κοντινό Caer Gynydd στο Waunnarlwydd. Γεννήθηκε κολοβός με την κνήμη του ενός ποδιού προσκολλημένη στο μηρό.

Ένας ιερέας κατάφερε να βαπτίσει το βρέφος, δίνοντάς του το όνομα Cennydd, πριν ο βασιλιάς Deroch διατάξει τη ρίψη του γιού του στον ποταμό. Ο Άγιος Cennydd τοποθετήθηκε σε ένα ψάθινο καλάθι από ιτιά και ρίχθηκε στον ποταμό Lliw. Το δυνατό ρεύμα του ποταμού τον έφερε γρήγορα στον ποταμό Llwwchwr (ποταμός Loughor) όπου χυνόταν στην θάλασσα. Ξαφνικά μια μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε και οδήγησε το ψάθινο καλάθι, χορεύοντας στην κορυφή των κυμάτων, στο Ynys Weryn (Head Worm), όπου ξεβράστηκε στην παραλία. Εκεί ένα σμήνος γλάρων πέταξε πάνω από το μωρό και τον έφερε στην κορυφή ενός βράχου. Εκεί οι γλάροι απογύμνωσαν τα στήθη τους και χρησιμοποίησαν τα πούπουλά τους για να κάνουν ένα κρεβάτι για τον μικρό Cennydd. Τα πουλιά πρόσεχαν συνεχώς τον Άγιο προστατεύοντάς τον, απλώνοντας τα φτερά τους πάνω του για να τον προστατέψουν από τον άνεμο, τη βροχή και το χιόνι.

Πριν περάσουν εννέα μέρες από την ημέρα που οι γλάροι θαυματουργικά έσωσαν τον νεαρό Άγιο, Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, φέρνοντας έναν ορειχάλκινο κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους, τον οποίο τοποθέτησε στο στόμα του νηπίου, και μασούσε έντονα στη λαβή, σαν κρίκο οδοντοφυΐας. Έτσι ο Άγιος Cennydd έζησε μέχρι που ήταν αρκετά μεγάλος για να περπατήσει και τα ενδύματα με τα οποία ήταν τυλιγμένος, μεγάλωναν μαζί του και επεκτείνονταν, όπως ακριβώς και ο φλοιός στον κορμό ενός δέντρου καθώς αυτό μεγαλώνει.

Μια μέρα ένας αγρότης χωρικός που ζούσε κοντά στη θάλασσα και δεν είχε οικογένεια είδε τον νεαρό Άγιο. Πήρε τον Άγιο Cennydd, τον έφερε σπίτι και τον έδωσε στη σύζυγό του, που έβαλε αμέσως το μικρό αγόρι στο κρεβάτι. Αυτό προκάλεσε μεγάλη ταραχή άγχος και έκπληξη στους γλάρους. Πέταξαν προς το σπίτι του χωρικού και έφτασαν μεγάλο αριθμό, διαιρεμένει σε δύο σμήνη. Ένα σμήνος εισήλθε στο σπίτι και έβγαλε τα σκεπάσματα από τον Άγιο Cennydd. Το δεύτερο κοπάδι, χρησιμοποιώντας τα ράμφη τους, τα νύχια τους και κραυγές, οδήγησαν τα βοοειδή του αγρότη προς τη θάλασσα. Εκνευρισμένος για τα ζώα του, ο αγρότης μετέφερε βιαστικά τον Άγιο Cennydd πίσω εκεί που τον βρήκε. Στη συνέχεια, οι γλάροι οδήγησαν τα βοοειδή του πίσω στα λιβάδια τους και, με τον πιο τακτικό τρόπο, αντικατέστησαν το κάλυμμα στο κρεβάτι.

Μέχρι εκείνη την εποχή, ο Άγιος Cennydd τρεφόταν από μία ελαφίνα, η οποία ερχόταν καθημερινά από το δάσος και γέμιζε με γάλα τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους που χρησιμοποίησε το αγόρι ως θήλαστρο. Γέμιζε επίσης τις κοιλότητες στα κοντινά βράχια με γάλα για να έχει ο Άγιος καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο Άγιος Cennydd συνέχισε αυτή τη διατροφή, συμπληρωμένη από ρίζες και βότανα, μέχρι που έφτασε στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Έπειτα, ένας Άγγελος Κυρίου, κατέβαινε και τον κατηχούσε στις χριστιανικές διδασκαλίες, και τον πληροφόρησε ότι πρέπει να αναχωρήσει για μία περιοχή με πολλά καλαμοειδή φυτά που ονομάζεται Llangennydd (Llangennith), περίπου ένα μίλι μακριά. Ο Άγιος Cennydd ξεκίνησε την πορεία του, αλλά έκανε αργή πρόοδο εξαιτίας της σωματικής του κατάστασης. Σταμάτησε περίπου είκοσι τέσσερις φορές και σε κάθε στάση θαυματουργικά ανέβλυζε μια πηγή με καθαρά και δροσερά νερά για να σβήσει τη δίψα του. Όταν τελικά ο Άγιος Cennydd έφτασε στον προορισμό του, εκεί ο ίδιος έχτισε μια καλύβα από κορμούς και φύλλα ιτιάς και στέγη από καλάμια. Επίσης βρήκε και έναν υπηρέτη για να τον βοηθάει ο οποίος ήταν ανάξιος εμπιστοσύνης και η ατιμία του φανερώθηκε από το ακόλουθο θάυμα.

Μια μέρα, εννέα ληστές, που λεηλατούσαν την περιοχή, επισκέφτηκαν τον Άγιο Cennydd για να δουν τι θα μπορούσαν να κλέψουν από αυτόν. Όταν έφτασαν στην καλύβα του Αγίου άφησαν τα όπλα τους έξω και εκμεταλλευόμενοι την φιλοξενία του Αγίου μπήκαν στην καλύβα του. Εντωμεταξύ, ο υπηρέτης του Αγίου Cennydd είδε ένα από τα πολυπόθητα δόρατα των ληστών και το έκλεψε. Όταν ο ληστής ρώτησε για την λόγχη του, ο υπηρέτης ορκίστηκε ότι δεν το είχε δει: "Φέρτε τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους και θα κάνω όρκο σε αυτόν". Έχοντας ξεπεράσει τον εαυτό του, ο υπηρέτης του Αγίου Cennydd τρελάθηκε και έφυγε στις απομακρυσμένες περιοχές γύρω από τον Mynyw (Saint Davids). Εκεί ζούσε σαν άγριο θηρίο, μέχρι που οι τρίχες του σώματός του και τα μαλλιά του τον κάλυψαν εντελώς. Μετά από επτά χρόνια, ο Άγιος Cennydd προσευχήθηκε για την αποκατάστασή του και ο άνθρωπος επέστρεψε στην υπηρεσία του με ειλικρινή μετάνοια.

Αργότερα, ο βασιλιάς Morgan του Glywysing πραγματοποίησε επιδρομές στην περιοχή γύρω από το Llangennydd (Llangennith), συγκεντρώνοντας μαζί του μεγάλη ποσότητα λαφύρων. Ο Άγιος ερημίτης έστειλε τον υπηρέτη του με τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους για να ζητήσει μερίδιο από τα λάφυρα. Αυτός, φυσικά, συναντήθηκε με τον υπηρέτη σε κλίμα άρνησης και ύβρεων. Τότε οι λεηλάτες άρχισαν να διαφωνούν και να μάχονται μεταξύ τους για τη μοιρασιά των λαφύρων. Ήρθαν σε σύγκρουση και πολλοί σκοτώθηκαν. Ο βασιλιάς Morgan, αποδίδοντας αυτή την καταστροφή στην αδίκη αντιμετώπιση κατά του Αγίου αλλά και για την ύβρη που διέπραξε όσον αφορά την ιερότητα του θεόδοτου κωδωνίσκου σε σχήμα στήθους, πήγε σε αυτόν και προσέφερε αποζημίωση. Ο βασιλιάς πήρε τον Άγιο Cennydd επάνω στην πλαγιά του λόφου και, κοιτάζοντας το βασίλειό του, χορήγησε στον Άγιο τόση γη όση επιθυμούσε.

Όταν οι Άγιοι Δαϋίδ (Dewi/David), Επίσκοπος Mynyw (τιμάται 1η Μαρτίου), Τέιλο (Teilo) Επίσκοπος Llandeilo (τιμάται 9 Φεβρουαρίου) και Παντάρν (Padarn) της Ουαλίας (τιμάται 15 Απριλίου) ταξίδεψαν στην Ουαλία το 545, κάλεσαν τους ηγούμενους και τους επισκόπους της χώρας στη Σύνοδο του Llanddewi Brefi προκειμένου να καταδικάσουν την αίρεση του Πελαγιανισμού, σταμάτησαν στο κελί του Αγίου Cennydd και δέχτηκαν την φιλοξενία του. Ο Άγιος Δαϋίδ ζήτησε να παραστεί στη συνέλευση. Ωστόσο, δείχνοντάς του το παραμορφωμένο πόδι του, ο Άγιος Cennydd εξήγησε ότι δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε ένα τέτοιο ταξίδι. Έτσι ο Άγιος Δαϋίδ προσευχήθηκε για την ανακούφιση και αποκατάσταση του ποδιού του, έτσι ώστε ο Άγιος Cennydd να μπορεί να περπατήσει όπως και κάθε άλλο άτομο. Αυτό δεν ευχαρίστησε τον Άγιο Cennydd, που ήθελε να παραμείνει όπως τον είχε δημιουργήσει ο Θεός. Αυτός, λοιπόν, προσευχήθηκε να επανέλθει η δυσμορφία στο πόδι του και αμέσως βγήκε στο άκρο του όπως πριν και η κνήμη του βρέθηκε πάλι προσκολλημένη στον μηρό. Έτσι ο Άγιος δεν παρακολούθησε τη Σύνοδο, όμως επέκτεινε την επαφή του με τον κόσμο χτίζοντας μία ιερά μονή κοντά στο ερημητήριό του όπου καθημερινά δεχόταν πλήθος προσκυνητών και ανθρώπων που ζητούσαν τις συμβουλές του και την βοήθειά του.

Κάποια στιγμή, ο Άγιος Cennydd επέστρεψε στην πατρίδα των γονιών του, ίδρυσε εκκλησίες και παρεκκλήσια στο Ploumelin, το Saint-Caradec, το Plaintel (όπου μπορεί κανείς να δει το πέτρινο κρεβάτι του) και το Languidic, την κύρια κατοικία του στη Βρετάνη. Εγκαταστάθηκε σε αυτό το τελευταίο μέρος, αφού καταδιώχθηκε από μια μικρή ομάδα πέντε πολεμιστών. Προσευχήθηκε για βοήθεια και αμέσως οι πέντε πολεμιστές μετατράπηκαν με θαυματουργικό τρόπο σε πέτρες. Παραμένουν ως μια σειρά από πέτρες που τώρα ονομάζονται «Στρατιώτες του Αγίου Κορνήλιου», αλλά κάποτε ήταν γνωστές ως «Στρατιώτες του Αγίου Cennydd». Ο Άγιος Cennydd κοιμήθηκε οσιακά κατά πάσα πιθανότητα την 1η Αυγούστου κάποια στιγμή στα τέλη του 6ου αιώνα. Στο Llangennydd (Llangennith), ωστόσο, η μνήμη του τιμάται την 5η Ιουλίου και η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του στις 27 Ιουνίου.

Ο Άγιος Cennydd είναι επίσης γνωστός και ως Άγιος Κέννεθ (Kenneth) ή Kenetus (Κενέτος) στα λατινικά και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον Άγιο Kenneth (Cainnech ή Cannice ή Kenny ή Canicus) ηγούμενο του Αγκάμποε (Aghaboe) της Ιρλανδίας του οποίου η μνήμη τιμάται στις 11 Οκτωβρίου.

Πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: