Η προς μητρός μάμμη μου, αρχόντισσα κτηματίας στη Λοκρίδα, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της. Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.
Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μας είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.
Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε.
Αυτές οι δύο συνταρακτικές στη σοφία τους και στην απλότητά τους τελετές ερμηνεύουν το ήθος μιας άλλης γενιάς, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα βίου στον απορφανεμένο κόσμο μας.
Ο κόσμος που ζούμε προσβάλλει τη δημιουργία, καταστρατηγεί τους βασικούς νόμους της ζωής και της φύσης και συνεχώς παρεμβαίνει ανατρέποντας την ισορροπία.
Κι αυτό γιατί έχει καταληφθεί από το δαίμονα της αδηφαγίας, της λαιμαργίας. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Ένας κόσμος που εξαντλεί την ευφυΐα του για να φτιάνει μηχανές σπατάλης.
Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η μέθεξη, η συγγνώμη και η μετάνοια.
Δεν υπάρχει ευχαριστία.
Όταν ασπαζόμαστε το κομμάτι του ψωμιού και το αφήναμε στα πουλιά, αυτό κάναμε∙ τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τιμούσαμε τον δημιουργό μέσα στα αγαθά που μας δώρισε.
Αισθανόμαστε πως η ύλη είναι δώρο ζωής και την ευλαβούμαστε.
Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Τρέχει, ιδρώνει, διαγκωνίζεται, αλληλοϋπονομεύεται, σκοτώνει γιατί φοβάται το θάνατο. Θανατώνοντας τον άλλο, έστω και ψυχικά ή συμβολικά, έχει την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει από το μοιραίο. Αισθάνεται το θάνατο ως τείχος, ως εμπόδιο αξεπέραστο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα.
Δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα του μηδενός, γιατί νομίζει πως η ζωή οδηγείται στο μηδέν και παλεύει να αποφύγει την εκμηδένιση.
Η μακάρια γριούλα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην ανάσταση. Ετοιμαζόταν για την αποδημία γιορτάζοντας και προσέφερε ως θυσία αινέσεως την προκοπή του οίκου της.
Όταν ο κόσμος δεν σέβεται τη δημιουργία και τη σπαταλά, όταν δεν αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει για τη φύση που μας δωρήθηκε, όταν φοβάται το θάνατο και τον αποφεύγει λερώνοντας τη ζωή, εξαγοράζοντάς τη με φθηνά μέσα, η ανθρωπότητα ακυρώνει το λόγο υπάρξεώς της.
Ζούμε σε μιαν εποχή ματαιώσεων, ακυρώσεων, προδοσιών, συνωμοσιών, αχαριστίας και φόβου θανάτου.
Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα;
Όταν περισσεύει τόση απελπισία, τόσος υπαρξιακός πανικός, τόσος καταναλωτικός θάνατος, φαίνεται να απέλιπε η ελπίδα.
Αλλά δεν είναι αλήθεια. Η ελπίδα δεν είναι ούτε ο ορθολογισμός της αλαζονικής επιστήμης, ούτε τα κηρύγματα των ηθικολόγων, ούτε τα συστήματα της φιλοζοφίας.
Η ελπίδα είναι το ήθος της γριούλας μάμμης μου. Είναι η ορθόδοξη ευσέβεια, η αδογμάτιστη, η απέριττη, η ταπεινή, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας, τα τρυφερά αγγίγματα της ανοχής, οι ώρες της αγάπης, της πλησμονής, της ευχαριστίας.
Και ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιες ανθρώπινες στιγμές όπου επικρατεί η χάρις και η χαρά, όπου ο θάνατος αποτάσσεται και μας πλημμυρίζει το χαροποιό πένθος. Όταν τιμάμε τη δημιουργία και προσδοκώμεν την άλλη ζωή ως αυτονόητο δώρο και έρωτα επιστροφής, ως νοσταλγία παραδείσου.
Άσωτοι είμαστε, πλάνητες και φυγάδες θεόθεν, η ατραπός της επιστροφής στο αιώνιο είναι εδώ στην άκρη της ματιάς μας. Εκζητούντες τον Κύριον ουκ έλαττωθησόμεθα παντός αγαθού.
Κώστας Γεωργουσόπουλος
(Ελλάδα και Πολιτισμός, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, 1995)
http://koutloumous.com/el/784-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου