Ὁ μεγάλος ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἴχλτυτ(1) γεννήθηκε τὸ 450 μ.Χ. στὴ Δ. Γαλλία, στὴ Βρεττάνη. Πατέρας του ἦταν ὁ Βισκάισιος (Biscausius ἢ Bicanus)(2), Ῥωμανοκέλτης στρατιωτικός, ὅπως καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Σάτουρν ἢ Σατουρνῖνος. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ῥηγούλα (3) (Riengulida, τὸ ἴδιο βαπτιστικὸ ὄνομα εἶχε καὶ ἡ ἁγία Φιλοθέη). Ἡ Ῥηγούλα περιγράφεται ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ὡς μία συνετὴ καὶ σοφὴ ἀρχόντισσα.
Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του ἔστειλαν τὸν Ἴχλυτ νὰ μαθητεύσει στὸ τοπικὸ σχολεῖο. Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ μικροῦ τους γιοῦ, τοῦ νεοτέρου Ἴχλτυτ, οἱ γονεῖς του κατάλαβαν ὅτι διέφερε ἀπὸ τ’ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Ὁ μικρὸς μαθητής εἶχε τὸ χάρισμα τῆς εὐφυΐας: ἀποστήθιζε καὶ ἐνεθυμεῖτο καλὰ πολλὰ κεφάλαια ἀπὸ τὰ μαθήματά του.
Μάθαινε γρήγορα καὶ σωστὰ καὶ ῥουφοῦσε κάθε γνώση, ποὺ τοῦ δινόταν ἀπὸ τοὺς δασκάλους του. Λέγουν γι’αὐτὸν ὅτι ἦταν τὸ πιὸ μορφωμένο παιδὶ τῶν Ῥωμανοκελτῶν τῆς Γαλλίας. Στὴ Γαλλία σπούδασε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του: μαθηματικά, φιλοσοφία, ῥητορική, γλυπτικὴ καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑλληνικὴ καὶ ῥωμαϊκὴ Παιδεία. Ἐπίσης σπούδασε στὸ Παρίσι, ἔχοντας συμμαθητή του τὸν πρίγκιπα τοῦ Κερετίγκον (Ceredigion), Μπρίοκ (4) (440-530). Δάσκαλός τους ἦταν ὁ Γερμανός, ποὺ εἶχε γεννηθεῖ στὴ Βρεττάνη.
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σπούδασε τὴν τέχνη κατασκευῆς κτιρίων καὶ τῆς γλυπτικῆς καὶ ἀργότερα ἵδρυσε στὶς Βρετανικὲς Νήσους τὴν πρώτη σχολὴ γλυπτικῆς. Ἐντρύφησε συγχρόνως σὲ ὅλα αὐτά, καλλιεργῶντας λαμπρὸ χαρακτήρα καὶ ἀποκτῶντας πλούσια γνώση.
Ἐπίσης φοίτησε στὴ μονή-σχολὴ, στὴ σχολὴ ποὺ εἶχε δημιουργήσει ὁ ἅγιος Κασσιανός (360-435 μ.Χ.) στὴ Μασσαλία. Πολλὲς ἱστορικὲς πηγὲς μᾶς λέγουν ὅτι ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ δόθηκαν χειρόγραφα μὲ τὰ γραπτὰ τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ ἀπὸ ἐµπειρίες του ἀπὸ τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὶς ἀσκήτριες τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου γιὰ προσωπική του χρήση, τὰ ὁποῖα ἀργότερα χρησιμοποίησε στὴ μονὴ καὶ τὴ σχολή του.
Οἱ 24 συζητήσεις τοῦ Κασσιανοῦ µὲ Αἰγυπτίους μοναχούς, τὶς ὁποῖες παρέλαβε ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ, διαβάζονταν τὴν ἐποχή του, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀργότερα, εἰδικὰ κατὰ τὸν Μεσαίωνα στὶς μονὲς τῆς Δύσης.
Παράλληλα μὲ τὶς θεωρητικὲς σπουδές ἔκανε καὶ στρατιωτικές, ὅπως καὶ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας του, ὅπως προαναφέρθηκε. Γρήγορα ἔκανε λαμπρὴ στρατιωτικὴ σταδιοδρομία καὶ θαυμαζόταν ἀπὸ ὅλους τοὺς στρατιωτικοὺς γιὰ τὴ γενναιότητα καὶ τὶς ἐπιδόσεις του. Ὅταν ἦταν στρατιωτικός, σὲ ἡλικία 20-22 ἐτῶν, γνώρισε καὶ παντρεύτηκε τὴν γεμάτη ἀρετὲς καὶ πλούσια σὲ προτερήματα Τρύνιχιτ (Trynihid).
Ὅταν ἦρθε στὴν Οὐαλία, κατατάχθηκε στὸν στρατὸ τοῦ βασιλιᾶ Παύλου (Paul of Penychen) τῆς περιοχῆς Κλαμόργκαν, τὸν ἀδελφὸ τοῦ ἁγίου Γκουίνχλιου. Ὑπάρχουν ἀναφορὲς ὅτι ὑπηρέτησε στὸν στρατὸ τοῦ βασιλιᾶ Ἀρθούρου, ἀλλὰ δὲ φαίνεται νὰ εὐσταθοῦν, καθώς, πρὶν γεννηθεῖ ὁ βασιλιάς, ὁ Ἴχλτυτ ἤδη εἶχε καρεῖ μοναχός.
Ἱστορικὲς πηγὲς ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι τὸ 516, ὅταν ἔγινε ἡ στέψη τοῦ βασιλιᾶ Ἀρθούρου (500-539/542) ἀπ’τὸν πνευματικό του πατέρα Δουβρίκιο στὸ ῥωμαϊκὸ ἀμφιθέατρο τῆς πόλης Καέρλιον, ὁ Ἴχλυτ ἦταν παρών. Ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια του στὴν Ν. Οὐαλία ὡς στρατιωτικός, οἱ στρατιῶτες του συνάντησαν τὸν ἅγιο Κάτογκ, ποὺ μόναζε στὰ νησάκια, στὸ κανάλι τοῦ Μπρίστολ. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἴχλτυτ γοητεύθηκαν ἀπὸ τὰ
σοφὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶπε γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν γύρισαν, διηγήθηκαν ὅσα ἔγιναν στὸν ἱππότη Ἴχλτυτ, ὁ ὁποῖος ἀναζήτησε μὲ λαχτάρα τὸν ἅγιο, γιὰ νὰ ἀκούσει ὁ ἴδιος τὰ ἅγια λόγια ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἅγιος Κάτογκ τὸν συμβούλευσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ στρατιωτική του σταδιοδρομία καὶ νὰ ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως σύμφωνα μὲ πολλὲς ἱστορικὲς πηγὲς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνέβη κάτι τέτοιο. Ὁ ἅγιος Κάτογκ δὲν εἶχε κἂν γεννηθεῖ, ὅταν ἔγινε μοναχὸς ὁ Ἴχλτυτ, περὶ τὸ 475 μ.Χ. Ὁ ἅγιος Κατόγκ γεννήθηκε τὸ 497 μ.Χ. καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸν ὁδήγησε στὴ μοναστικὴ ζωή. Ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται κάποια σύγχυση.
Ἐκεῖνο, ποὺ πολλὲς ἱστορικὲς πηγὲς ἀναφέρουν καὶ εἶναι ἐπιβεβαιωμένο, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ συναντᾶτο συχνὰ µὲ τὸν Κάτογκ στὰ νησάκια Φλατ Χὸλμ καὶ Στὶπ Χὸλμ περὶ τὸ 520 μ.Χ.
Ἐκεῖ, σὲ μικρὰ κελλιὰ µέσα σὲ σχισμὲς τῶν βράχων ἔμεναν οἱ ἅγιοι Κάτογκ, Γκίλτας ὁ Σοφός, Φίνιαν ὁ Ἰρλανδός, Σαμψὼν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τὴν περίοδο τῆς νηστείας. Ἀποσύρονταν ἐκεῖ γιὰ περισσότερη πνευματικὴ ἄσκηση καὶ περισυλλογή, καθὼς τὴ συγκεκριμένη περίοδο δὲ δίδασκαν στὶς σχολές τους, οὔτε ἔκαναν ἱεραποστολικὰ ταξίδια, ἀλλὰ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἄσκησης τὴν περίοδο τῶν νηστειῶν.
Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἴχλτυτ στὸν Χριστὸ προφανῶς ἔγινε κατόπιν φωτισμοῦ καὶ πληροφορίας ποὺ ἔθεσε στὴν καρδιά του ὁ Θεός, ἤ, ὅπως ἱστορεῖται ἀλλιῶς, µὲ ἐπίσκεψη ἁγγέλου σταλμένου ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν δρόμο Του.
Ἦταν, λέγουν, κάποιο καλοκαίρι μὲ τοὺς στρατιῶτες του καὶ τὴ σύζυγό του κοντὰ στὸν ποταμὸ Τάουεν (Dawen), ὅταν δέχθηκε κλήση ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος τότε ἐγκατέλειψε τὸν ἔγγαμο βίο. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἔκανε τὴν πρώτη του ἐξομολόγηση μὲ βαθειὰ συντριβὴ γιὰ τὴν πρότερη ζωή του στὸν ἅγιο Τεβρύγκ (Δουβρίκιο), στὴ μονὴ τοῦ ὁποίου ἐκάρη μοναχός. Ἐπίσης, κοντὰ στὸν ἅγιο Τεβρύγκ, στὴ μοναστηριακὴ σχολὴ τοῦ Χένχλαν, ἔκανε ὄχι μόνο θεολογικὲς σπουδές, ἀλλὰ πῆρε καὶ τὶς γνώσεις τῆς ἑλληνικῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς, τοὺς θησαυροὺς τῆς ὁποίας εἶχε μεταφέρει ὁ ἅγιος Τεβρύγκ στὴ σχολή του. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ μονή-σχολὴ τοῦ ἁγίου Τεβρὺγκ ἀριθμοῦσε 1000 μοναχούς.
Ὁ ἅγιος ἔγινε γιὰ τὸν νεαρὸ Ἴχλτυτ πρῶτος ἡγούμενος καὶ πνευματικός. Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ ἡγουμένου Τεβρὺγκ πῆγε στὴ Ν. Οὐαλία, κοντὰ στὸ μέρος, ὅπου δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς πρώτης χριστιανικῆς βρετανικῆς οἰκογενείας ἀπὸ τὴ Ῥώμη. Ἐκεῖ, λένε οἱ βιογράφοι του, ἔζησε τρεῖς μῆνες σὲ μιὰ σπηλιὰ µὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἁγίου Τεβρύγκ.
Ἡ σπηλιὰ αὐτὴ βρισκόταν στὴν εὔφορη κοιλάδα τῶν ῥόδων ἢ Χόνταντ (Hodnant), ὅπως τὴν ὀνόμαζαν οἱ Βρετόνοι (Britons), στὴν ἐπαρχία Κλαμόργκαν τῆς Ν. Οὐαλίας. Ἔπειτα ξύρισε τὰ γένια καὶ τὴν κεφαλή του καὶ φόρεσε ἕνα χιτῶνα ἀπὸ δέρμα ζῴου.
Ό ἅγιος συνήθιζε τὶς νύχτες νὰ μπαίνει στὰ παγωμένα νερὰ στὸ ποταμάκι δίπλα στὴ σπηλιά του καὶ νὰ λέγει ἀργὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Πάτερ ἡµῶν» καὶ Ψαλμοὺς ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα στοὺς οὐρανούς. Ὅταν βρισκόταν στὴ σπηλιά κελλί του, ἀντάμωσε τὸν ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς Μέρχουιν (Merchwyn ἢ Marcianus, Μαρκιανό), ὁ ὁποῖος σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ κυνήγια του ἀναζήτησε καταφύγιο στὸν ἐρημίτη.
Ἐκεῖνος τὸν ὑποδέχθηκε, τὸν φιλοξένησε μὲ ἀγάπη καὶ μεταξύ τους ἀναπτύχθηκε μεγάλη φιλία. Ὁ ἡγεμόνας τοῦ παρεχώρησε τὰ δικαιώματα τῆς γῆς, γιὰ νὰ φτιάξει στὴν κοιλάδα Χότναντ πλάι στὸν ποταμὸ Χόουνι (Howni ἢ Hoddhi) μονή-σχολὴ (ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν καὶ ἡ ἔνδοξη σχολὴ τῆς Ἐϊργκάιν, ἡ Côr Eurgain).
Ἡ ἵδρυση τῆς μεγάλης σχολῆς Χλανίχλτυτ Βάουρ.
Φαίνεται ὅτι περὶ τὸ 480 μ.Χ. ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ, ὁ προστάτης ὅσων μαθητῶν καὶ σπουδαστῶν δυσκολίες νὰ ἀφομοιώσουν τὰ μαθήματα, ἵδρυσε τὴ μεγάλη καὶ ἱστορικὴ σχολή του. Στὴν ἀρχὴ εἶχε λίγους μοναχούς-μαθητές, ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν πρώην στρατιῶτες του.
Ἐνῷ ξεκίνησε μὲ λίγους μοναχούς, σὲ λίγες δεκαετίες ἔφθασε νὰ γίνει μεγάλη ἔνδοξη μονὴ καὶ ἀνώτερη σχολὴ τὸ Χλαντούιτ Μέιτζορ (Llantwit Major στὰ ἀγγλικά) ἢ Χλανίχλτυτ Βάουρ (Llanilltud Fawr στὰ οὐαλικά). Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου τὸ μοναστηριακό του σχολεῖο ἀνέβηκε σὲ μεγάλο πνευματικὸ ἐπίπεδο, γέννησε μεγάλες μορφὲς ἁγίων τῆς Οὐαλίας καὶ ὁ Ἴχλτυτ ἔγινε δάσκαλος καὶ πνευματικὸς πατέρας πολλῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Κοντά του μαθήτευσαν σπουδαῖοι καὶ χαρισματικοὶ ἄνδρες.
Οἱ μαθητὲς δὲν ἦταν μόνο ντόπιοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη τῶν Βρετανικῶν Νήσων καὶ ἀπὸ τὴ Δ. Εὐρώπη. Δικαίως πρὶν λίγες δεκαετίες τὸ βιβλίο Γκῖνες ὀνόμασε τὴ σχολή του πρῶτο πανεπιστήμιο τῶν Βρετανικῶν Νήσων.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητές του ἦταν ὁ τελευταῖος ἐπίσκοπος Λονδίνου Θεωνᾶς καὶ ὁ γιός του Τεγκόνουι. Μαθητές του ἐχρημάτισαν οἱ ἑξῆς: ὁ ἅγιος Γκίλτας ὁ Σοφός, ὁ ὁποῖος, ὅταν χήρευσε σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν περὶ τὸ 506 μ.Χ., ἔγινε μοναχός, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γκίλτα, ὁ ἱερέας Σαμψὼν καὶ ὁ ἐρημίτης Εὔγκρατος. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος
Δανιὴλ τοῦ Μπάνγκορ τῆς Β. Οὐαλίας, ὁ ἅγιος Σαμψών, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Dol, καὶ ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ στὴ Βρεττάνη, ὁ Μέιλορ ἢ Μαγκλόριος, ποὺ εἶχε ἔρθει στὴ σχολὴ τοῦ Ἴχλυτ ἀπὸ νήπιο. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Παῦλος Ὀρέλιαν, ὁ ἱεραπόστολός του.
Ἐδῶ φοίτησε ὁ ἅγιος Πάταρν ἀπὸ τὴ Γαλλία, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἵδρυσε τὴ μεγάλη καὶ ἱστορικὴ μονή-σχολὴ Χλανπάταρν Βάουρ. Ἐδῶ μαθήτευσε ἐπίσης ὁ βασιλιὰς τῆς Οὐαλίας Μέλγκουν Γκουίνεδ (Maelgwn Gwynedd), τὰ παιδιὰ καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ πρίγκιπα Ὀνωρίου, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ Βρεττάνη, καθώς καὶ ὁ ἅγιος Χέουιν, ἱδρυτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας τοῦ Ἀµπερντάρον ἀπέναντι ἀπὸ τὸ νησὶ Μπάρτζι. Ἐδῶ ὁ Οὐαλὸς βάρδος Ταλιεσὶν βαπτίστηκε χριστιανὸς καὶ πλούτισε τὶς γνώσεις του στὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα.
Ἐδῶ φοίτησαν ὁ ἅγιος Τύτουαλ καὶ ὁ ἀδελφός του, ἅγιος Λεονόριος, οἱ ὁποῖοι κατόπιν μὲ τὴ μητέρα τους Πομπηία καὶ ἄλλους περίπου 73 ἀσκητὲς ἔφυγαν μὲ τὶς εὐλογίες καὶ τὶς νουθεσίες τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸ µήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στὴν γενέτειρά του, τὴ Γαλλία.
Μαθητὴς καὶ μοναχὸς στὴ σχολὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ ὑπῆρξε καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν ἀδελφός του Σάτουρν (Σατουρνῖνος)(5) καὶ ἐδῶ χειροτονήθηκε ἱερέας. Εἶχε παντρευτεῖ τὴν πολὺ νεότερή του πριγκίπισσα Κάννα (Canna), κόρη τοῦ ἐξαδέλφου του καὶ βασιλιᾶ τῆς περιοχῆς, τῆς ὁποίας σύμφωνα μὲ τὸ ἔθος τῆς ἐποχῆς ἔγινε κηδεμόνας μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα της.
Ὁ Σατουρνῖνος ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ ἀδελφοῦ του στὴ Ν. Οὐαλία ἔρχεται στὸ νησὶ τῶν Ἁγίων, τὸ Ἄγγλεσυ, περὶ τὸ 500 μ.Χ. (καὶ εὑρίσκεται κοντὰ στὴ σημερινὴ πόλη Beaumaris). Ἐκεῖ ἱδρύει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα Χλανσάτουρν (Llansadwrn) καὶ δίπλα ἕνα μικρὸ σχολεῖο, στὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος διηύθυνε καὶ δίδασκε στοὺς μικροὺς μαθητὲς τὶς γνώσεις ποὺ ἔλαβε κοντὰ στὸν ἀδελφό του. Ἐδῶ ἦρθε γιὰ λίγο καιρὸ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ σύζυγός του Kάννα.
Ὁ µετέπειτα ἀναγνωρισμένος ἅγιος τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας Σατουρνῖνος ἐκοιμήθη τὸ 530 μ.Χ. καὶ ἐτάφη στὸ Χλανσάτουρν. Ἀργότερα, τὸ 546 μ.Χ., ἐκοιμήθη καὶ ἡ σύζυγός του καὶ ἐτάφη δίπλα του. Αὐτὸ δηλώνει ἡ λατινικὴ ἐπιγραφὴ τῆς ἐπιτάφιας πλάκας ποὺ βρέθηκε τὸ 1742 μ.Χ. (οἱ εἰδικοὶ τὴν τοποθετοῦν στὰ µέσα τοῦ 6ου αἰ.): «Ἐδῶ εἶναι θαμμένος ὁ εὐλογημένος Σατουρνῖνος καὶ σύζυγος· εἰρήνη καὶ στοὺς δύο σας». Ἕως σήμερα ἡ ἐκκλησία καὶ τὸ χωριὸ φέρουν τὸ ὄνομά του Llansadwrn.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ ἡ σχολὴ εἶχε ἑπτὰ μεγάλες αἴθουσες γιὰ διαφορετικὰ τμήματα. Ἐπίσης, περιελάμβανε 400 οἴκους, ἰδιόκτητα κελλιὰ γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μοναχούς.
Ὁ ἅγιος εἶχε σπουδάσει γλυπτικὴ στὸ Παρίσι, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει, μὲ συμμαθητὴ τὸν Οὐαλὸ πρίγκιπα Μπρίοκ. Μάλιστα ἔχει γραφτεῖ ὅτι, χρησιμοποιῶντας πηλὸ καὶ πέτρα, μὲ δική του τεχνικὴ καὶ σχέδιο, ὕψωσε φράχτη στὴν προκυμαία, στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ, θέλοντας νὰ προφυλάξει τὴ μονή-σχολὴ καὶ τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ κύματα. Ὁ ἴδιος, οἱ μαθητὲς καὶ μισθωτοὶ ἐργάτες, μᾶς λένε ἱστορικὲς πηγές, ἐργάστηκαν σκληρά, καθὼς χρειάστηκε νὰ χτίσουν τὸ φράγμα περίπου ἑπτὰ φορές.
Ἡ σχολὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ εἶχε τμῆμα γλυπτικῆς τέχνης, ἦταν σχολεῖο ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου, ἕνα σχολεῖο γραμμάτων καὶ τεχνῶν. Βρέθηκαν μερικοὶ βράχοι μὲ κελτικὴ γραφή, οἱ ὁποῖοι λέγεται ὅτι χαράχτηκαν ἀπὸ μαθητὲς τῆς σχολῆς. Ἀπὸ τὸν 6ο αἰ. καὶ μετὰ ἐμφανίζονται οἱ πέτρινοι κελτικοὶ σταυροὶ µὲ μοτίβα καὶ χαραγμένα λατινικὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα τότε χρησιμοποιοῦνταν στὴ σχολικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐκπαίδευση. Ἡ ἐκκλησία ἀνακαινίστηκε τὸ 1100 μ.Χ. καὶ εἶναι χτισμένη πάνω ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησίας, ποὺ ἀνοικοδόμησε ὁ ἅγιος τὸ 480 μ.Χ. δίπλα στὴ σχολὴ τῆς γλυπτικῆς. Δυστυχῶς σήμερα δὲ σῴζεται κάποιο ἴχνος τῆς μονῆς σχολῆς, ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε.
Ἡ μοναστηριακὴ ζωὴ τοῦ Χλανίχλτυτ Βάουρ.
Τὸ σχολεῖο, τὸ μοναστῆρι καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ εἶχαν ἕνα σκοπό, νὰ καρποφορήσει ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ γίνουν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἕνα σῶμα, ὅπως ἀκριβῶς εὔχονταν οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ ζµάρτυρες ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. Γιὰ τὸν ἅγιο γράφουν, ἐπίσης, ὅτι ἐπισκεπτόταν καὶ ἐμψύχωνε τοὺς φυλακισμένους, ἔντυνε τοὺς γυμνοὺς καὶ ἔτρεφε τοὺς πεινασμένους μὲ τὰ ἀγαθὰ τοῦ εὔφορου κήπου τῆς μονῆς.
Λέγεται γι’αὐτὸν ὅτι ἦταν τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Οὐαλικοῦ ἔθνους. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη στὴν ἐκπαίδευση, τὴν τέχνη καὶ κυρίως τὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας (δίδαξε στὴν Οὐαλία καὶ στὰ ὑπόλοιπα μέρη τῶν Βρετανικῶν Νήσων νέους τρόπους χρήσεως τοῦ ἀλετριοῦ). Ἐφηῦρε ἕνα εἰδικὸ ἀλέτρι καὶ τρόπο ὀργώματος, ποὺ ὀνομάστηκε «ἀλέτρι τοῦ Ἴχλτυτ» καὶ τὸ ὁποῖο υἱοθέτησε ἀπὸ αὐτὸν ὅλη ἡ Βρετανία. Οἱ Οὐαλοὶ τοῦ χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη καὶ µὲ σεβασμὸ μιλοῦσαν ὅσο ζοῦσε ὁ ἅγιος καὶ ἀργότερα γιὰ τὶς μεθόδους ποὺ τοὺς ἔδειξε στὸ ὄργωμα τῶν χωραφιῶν.
Ἵδρυσε μέσα στὴ μονή του γεωργικὴ σχολή, καθὼς ἡ γῆ της ἦταν πολὺ εὔφορη, καὶ δίδασκε στοὺς μοναχοὺς καὶ σπουδαστὲς τὴν ἐπιστήμη τῆς βοτανολογίας καὶ τὴ θεραπεία μέσῳ βοτάνων. Ἐπίσης ταξίδευσε σὲ διάφορα µέρη τῆς Βρετανίας πρὸς ἀναζήτηση φυτῶν καὶ λαχανικῶν, προκειμένου νὰ τὰ φυτέψει στοὺς κήπους τοῦ μοναστηρίου καὶ µὲ αὐτὰ νὰ συντηρεῖ τοὺς μοναχούς, τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς προσκυνητές. Ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ ἔφτασε ἐπίσης ἕως τὴ γενέτειρά του στὴ Δ. Γαλατία μὲ μεγάλες βάρκες «gwrwgl» μεταφέροντας σπόρους γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν κήπων τῶν μονῶν ἐκεῖ, ὅπου συγχρόνως δίδαξε τὴ μέθοδο τοῦ ὀργώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἔφερε σπόρους καὶ διάφορα βότανα.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, τὸν 5ο αἰῶνα, στὴ γενέτειρά του, τὴ Δ. Γαλατία, καὶ στὴ Ῥώμη ἦταν γνωστοὶ οἱ θεραπευτὲς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν φυτὰ καὶ βότανα, οἱ φαρμακολόγοι τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς.
Εὑρέως γνωστὸς ἦταν καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἱπποκράτης ὁ Κῶος (460-377 π.Χ.). Ἐπίσης ἦταν γνωστὸ στὴ Δύση τὸ ἔργο τοῦ φιλοσόφου καὶ βοτανολόγου Θεοφράστου (372-287 π.Χ.) «Περὶ φυτῶν ἱστορίας». Ὅλοι αὐτοὶ οἱ γιατροὶ γνώριζαν τὶς πολύτιμες φαρμακευτικὲς ἰδιότητες τῶν φυτῶν, πῶς νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν, ποιά ἀπὸ αὐτὰ παράγουν αἰθέρια ἔλαια καὶ ποιά εἶναι δηλητηριώδη. Στὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου ἔφθασε ἡ ἐπιστήμη τῆς βοτανολογίας ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, τὴ Μακεδονία καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὴ Συρία καὶ τὴν Αἴγυπτο.
Στὶς Βρετανικὲς νήσους οἱ γνώσεις τῆς βοτανολογίας ἔφθασαν μὲ τὸν ἅγιο Ἴχλτυτ καὶ τὸν σύγχρονό του ἅγιο Κάτεβαν, ἡγούμενο-σχολάρχη στὸ νησὶ Μπάρτζι, ὁ ὁποῖος ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ τὴ Δ. Γαλατία. Ἀπὸ τὶς σχολές τους ἡ βοτανολογία μεταδόθηκε καὶ στὶς ἄλλες σχολὲς τῶν Βρετανικῶν νήσων. Ἔτσι οἱ σπουδαστὲς ἔμαθαν ποιά ἀπὸ τὰ βότανα γίνονται ῥοφήματα, ἐπίσης τὶς θεραπευτικὲς ἰδιότητες τῶν βοτάνων, ὅπως καὶ ποιά ἀπὸ αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται κατὰ τῶν δαγκωμάτων δηλητηριωδῶν φιδιῶν.
Τὰ δύο παρακάτω περιστατικὰ ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σαμψών, ποὺ συνέβησαν ὅσο φοιτοῦσε στὴ σχολή, φανερώνουν ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος Ἴχλτυτ γνώριζε καλὰ ὁ,τιδήποτε σχετικὸ µὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ βότανα καὶ μετέδιδε τὶς γνώσεις αὐτὲς στοὺς μαθητές του. Ὅταν κάποτε δάγκωσε ἕνα φίδι τὸν μαθητὴ Σαμψών, ὁ σχολάρχης Ἴχλτυτ τὸν θεράπευσε χρησιμοποιῶντας πολτὸ ποὺ παρασκεύασε πιέζοντας βότανα μαζί. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σαμψὼν ἔφτιαξε τὸν ἴδιο θεραπευτικὸ πολτό, γιὰ νὰ θεραπεύσει κάποιο φίλο του ἀπὸ δάγκωμα φιδιοῦ.
Συνηθιζόταν στὴ μονὴ νὰ τρίβουν ξεραμένα βότανα, κυρίως ἄνθη φλαμουριᾶς (tillium), καὶ ὁ µάγειρας νὰ ἔχει ἕτοιμο τὸ ῥόφημα, ὅπως εἶχε ὁρίσει ὁ ἡγούμενος Ἴχλτυτ, ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς οἱ μοναχοί, ὥστε νὰ πίνουν πρὶν τὴ μεσημεριανή τους ἀνάπαυση, γιὰ νὰ ξεκουράζονται καὶ νὰ καθαρίζεται τὸ αἷμα τους. Ἕνας μαθητὴς τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἔκρυβε ζήλεια στὴν καρδιά του γιὰ τὸν ἐνάρετο Σαμψών, τὶς ἡµέρες ποὺ ἔκανε τὸ διακόνημα τῆς μαγειρικῆς μάζεψε μερικὰ δηλητηριώδη βότανα, τὰ ἀνακάτεψε μὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν γιὰ ῥοφήματα καὶ τὰ ἔκανε χυμό. Μιὰ ζεστὴ μέρα, ὅταν ἐπέστρεψε κουρασμένος ὁ μοναχὸς Σαμψὼν τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὴν ἐργασία στοὺς ἀγρούς, τοῦ ἔδωσε νὰ πιεῖ, ἐλπίζοντας νὰ ἀρρωστήσει ὁ Σαμψὼν καὶ ἀκόμα καλύτερα νὰ πεθάνει.
Ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὁ καλὸς Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ αὐτό, καθὼς ὁ µάγειρας δὲν ἐγνώριζε τὴν σωστὴ δοσολογία, γιὰ νὰ καταφέρει τὸ σκοπό του. Ὁ Σαμψών, ἀφοῦ ἤπιε τὸν χυμό, ξεκουράστηκε καὶ τὸ ἀπόγευμα συνέχισε τὴν ἐργασία του. Στὴν τράπεζα μετὰ τὸν ἑσπερινὸ ὁ Σαμψὼν βρῆκε τὸν μάγειρα καὶ µὲ ἀγάπη τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ μου, ὀφείλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω γιὰ τὸν τόσο ὑγιεινὸ χυμὸ ποὺ µὲ τόση φροντίδα καὶ καλωσύνη μοῦ ἑτοίμασες σήμερα. Σοῦ εὔχομαι ὁ οὐρανὸς νὰ ὑγιαίνει ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ ὀργανισμοῦ σου μὲ τὴν ἴδια προστασία καὶ φροντίδα, ποὺ εἶχες γιὰ µένα σήμερα». Ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε τὰ λόγια ἀγάπης τοῦ Σαμψών, ἔνοιωσε τύψεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἶχε καὶ τὴν πράξη του.
Μετανοιωμένος τοῦ ἐξομολογήθηκε τί τοῦ ἔδωσε νὰ πιεῖ καὶ ποιοὶ ἦταν οἱ σκοποί του. Ἐπίσης εἶπε ὅτι ἀµέσως μετὰ θὰ ἐξομολογηθεῖ τὸ ἁµάρτημά του στὸν ἡγούμενο καὶ σχολάρχη Ἴχλτυτ καὶ θὰ ζητήσει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ μονή-σχολή, καθὼς δὲν τοῦ ἄξιζε νὰ ζεῖ ἐκεῖ, ἀνάμεσα σὲ τόσο ἐναρέτους μοναχούς.
Ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ ἔκτισε ἀρχονταρίκια πλάι στὴ σχολὴ γλυπτικῆς τῆς μονῆς, γιὰ νὰ πίνουν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νερόμελο, ζεστὴ µέντα καὶ ἄλλα βότανα.
Συνήθιζαν τὶς Κυριακὲς μετὰ τὶς ἀκολουθίες νὰ προσφέρουν ζωμὸ(6) ἀπὸ στάρι ἢ ἄλλα δημητριακὰ µὲ µέλι ἀπὸ ἄγριες μέλισσες. Ἀκόμη, οἱ μαθητὲς τῆς σχολῆς μάζευαν ἐπιλεγμένα βότανα ἀπὸ τὸν κῆπο, τὰ συμπίεζαν καὶ ἔτσι ἔφτιαχναν κύβους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦνταν πολὺ καιρό. Μετὰ τὶς ἀκολουθίες τοποθετοῦσαν τοὺς κύβους αὐτοὺς σὲ ζεστὸ νερὸ καὶ τὸ ἔπιναν· ὁ χυμὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ ὠφέλιμος γιὰ τὴν ὑγεία.
Γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου καὶ τὴ λειτουργία τῆς μονῆς-σχολῆς του πληροφορούμαστε πολλὰ ἀπὸ τὸν βίο τοῦ μαθητοῦ του ἁγίου Σαµψών, ὁ ὁποῖος γράφτηκε τὸ 610 μ.Χ. στὴ Βρεττάνη Β. Γαλλίας καὶ ὀνομάζεται «Vita Samsonis». Ἀναφέρει ὅτι ὁ λαμπρότερος δάσκαλος τῶν Bρετόνων (Britons) ἦταν ὁ Ἴχλτυτ.
Ὅταν οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου Σαμψών, οἱ ἡγεμόνες τῆς γειτονικῆς φυλῆς Δήμηται, ὁ Ἀμοῦν ἢ Ἀνούβιος(7) καὶ ἡ πριγκίπισσα Ἄννα, περὶ τὸ 491 ὁδήγησαν τὸν μικρὸ Σαμψὼν σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν σὲ δασκάλους νὰ µάθει γράμματα, συνάντησαν μεταξὺ τῶν Bρετόνων ἕνα φημισμένο καὶ λαμπρὸ παιδαγωγό, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ἴχλτυτ καὶ διηύθυνε ἕνα λαμπρὸ μοναστήρι καὶ σχολή.
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι, ὅταν ὁ σχολάρχης Ἴχλτυτ εἶδε τὸν μικρὸ Σαμψὼν νὰ ἔρχεται κοντά του, προφήτευσε: «Αὐτὸς θὰ γίνει πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ γιὰ τὶς δύο πλευρὲς τοῦ Ἀγγλικοῦ καναλιοῦ, πολλοὺς θὰ φέρει στὸν Χριστὸ καὶ θὰ γίνει ὁ μεγαλύτερος ἱδρυτὴς ἐκκλησιῶν μετὰ τοὺς ἀποστόλους». Ὅταν ἔφτασε ὁ μικρὸς κοντὰ στὸν σχολάρχη, ὁ Ἴχλτυτ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε μὲ ἀγάπη, ἀποδίδοντας συγχρόνως τιμὲς στὸν μικρὸ γιὰ τὴν μελλοντικὴ προσφορά του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Συνεχίζει ὁ βιογράφος λέγοντας ὅτι ὁ δάσκαλος ποὺ βρῆκαν οἱ γονεῖς τοῦ Σαμψὼν καὶ τὸν ὁδήγησαν κοντά του, γιὰ νὰ μαθητεύσει, εἶχε τὴν καλύτερη γνώση τῶν Γραφῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Βρετόνους τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπίσης κοντά του ὁ Σαμψὼν ἔγινε σπουδαῖος γλύπτης.
Ἀκόμη ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ ἦταν δάσκαλος σπουδαῖος, παιδαγωγὸς καλός, μελετητὴς τῆς φιλοσοφίας καὶ ποίησης τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων (γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ ἔργα των ἀπὸ πρὸ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου ποιητὴ Ὁµήρου ἕως τὴν ἐποχή του). Ἐπίσης γνώριζε πολὺ καλὰ ἀριθμητικὴ καὶ γραμματική.
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Σαμψὼν οἱ ἀναφορὲς σχετικὰ µὲ τὴ ζωή του στὴ μονὴ Χλανίχλτυτ Βάουρ μᾶς λέγουν ὅτι, ὅταν σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο ἡγούμενό του νὰ τοῦ δώσει εὐλογία, γιὰ νὰ κάνει μεγάλη ἄσκηση, ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἀπόλυτη νηστεία, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Μικρέ μου γιέ, δὲν εἶναι σωστὸ γιὰ σένα νὰ πράξεις αὐτό, καθὼς ἀκόμη εἶσαι στὴν ἀνάπτυξη καὶ εἶναι νωρὶς γιὰ τὸ σῶμα σου νὰ μπεῖ σὲ τέτοιες ἀσκήσεις. Τὸ καλύτερο γιὰ ἐσένα πνευματικὰ εἶναι νὰ µὴ κουβεντιάζεις μὲ τοὺς λογισμούς σου».
Περὶ τὸ 504 μ.Χ. ὁ μοναχὸς Σαμψὼν χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἅγιο ἐπίσκοπο Δουβρίκιο (8). Τήν ἴδια μέρα χειροτονήθηκαν ἱερεῖς καὶ ἄλλοι δύο μαθητὲς τῆς σχολῆς. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχισε ἡ χειροτονία τοῦ Σαμψών, ἕως ὅτου πάρει τὴν Ἁγία Κοινωνία, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἡγούμενος καὶ τὸ ἐκκλησίασμα ἔβλεπαν ἕνα περιστέρι νὰ κάθεται στὸν ὦμο του. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ ὅταν χειροτονήθηκε ἱερεὺς λίγο ἀργότερα στὴ μονή. Αὐτὴ τὴ φορά, ὅμως, μόνο ὁ ἐπίσκοπος Τεβρύγκ (Dyfrig, Δουβρίκιος), ὁ ἡγούμενος Ἴχλτυτ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σαμψὼν μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν.
Ὁ νεοχειροτονηθεὶς ἱερέας Σαμψών, ὁ ἱερέας ποὺ δὲν εἶχε κρατήσει ποτὲ ἔχθρα στὴν καρδιά του γιὰ κάποιον, ζήτησε τὶς εὐλογίες τοῦ ἡγουμένου του νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἕνα κοντινὸ νησάκι, τὸ ὁποῖο τότε λεγόταν στὰ κελτικὰ τῆς Οὐαλίας νῆσος Pyr καὶ ἀργότερα (τὸν 12ο αἰ.) νῆσος Caldey ἢ Caldy.(9) Τὸ νησάκι αὐτὸ ἀνῆκε στὸν πρόγονο τοῦ ἁγίου Γκίλτα, βασιλιὰ Pyr καὶ ἦταν μετόχι τῆς μονῆς. Πρῶτος ἐρημίτης καὶ ἀργότερα πρῶτος ἡγούμενος τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας ἐκεῖ ἦταν ὁ Πύρρος (Pyr ἢ Pyro), ἀδελφὸς τοῦ ἁγίου Γκίλτα τοῦ Σοφοῦ. Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Σαμψὼν πῆγε νὰ πάρει εὐλογία ἀπὸ τὸν ἡγούμενο καὶ πνευματικό του πατέρα, ἐκεῖνος τὸν ἀσπάστηκε, ὅπως ὅταν νήπιο ἦρθε μαθητὴς στὴ σχολή, καὶ κατόπιν, ἀκουμπῶντας πατρικὰ στὸ στῆθος του, προφήτευσε: «Σὲ τούτους τοὺς χρόνους μεγαλύτερο ἀσκητὴ δὲν ἔδωσε ἡ γενιά μας».
Τὸν εὐλόγησε καὶ µὲ ἀναφιλητὰ ἀποχωρίστηκε τὸν ὑποτακτικὸ καὶ ἀγαπημένο του μαθητή.Τὴν ἡµέρα ποὺ ἔφθασε στὸ νησὶ ὁ Σαμψών, βρῆκε τὸν ἅγιο Γκίλτα νὰ συγγράφει ζῶντας μὲ μεγάλη ἄσκηση, καθὼς ἦταν περίοδος νηστείας. Ζοῦσε στὸ κελλὶ ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ ἀδελφός του Πύρρος πλάι στὴν πηγὴ τοῦ νησιοῦ µὲ τὸ δροσερὸ νερό. Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ στὸ μετόχι ἔρχονταν γιὰ περισσότερη ἄσκηση καὶ περισυλλογὴ καὶ ἄλλοι μαθητές. Ἐκεῖ πήγαινε καὶ ὁ πνευματικὸς τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ καὶ τῆς μονῆς, ὁ πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Οὐαλίας Δουβρίκιος.
Αὐτὸς χειροτόνησε τότε τὸν Σαμψὼν δεύτερο ἡγούμενο τῆς μονῆς του νησιοῦ. Ἐκεῖ τὸν χειροτόνησε ἐπίσης ἐπίσκοπο, πρὶν φύγει γιὰ ἱεραποστολὴ στὴν Κορνουάλη καὶ τὴ Βρεττάνη.
Στὴν παράδοση τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν πολλὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴ νῆσο αὐτή, τὸ μετόχι τῆς μονῆς Χλανιχλτυτ Βάουρ. Λέγουν ἐπίσης ὅτι ἡ νῆσος τὴν ἐποχὴ ποὺ πῆγε ὁ ἀσκητὴς Σαμψὼν ἦταν μικρὴ καὶ δὲν ἐπαρκοῦσε, γιὰ νὰ καλλιεργοῦν λαχανικὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τους οἱ μοναχοὶ καὶ ἐρημίτες. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως τοῦ ἡγουμένου των ἀπομακρύνθηκε ἡ θάλασσα, φάνηκε περισσότερη ξηρά, ἔγινε μεγαλύτερος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς ἔξω ἀπὸ τὰ κελλιά, ὥστε νὰ καλλιεργοῦν τὰ λαχανικά τους οἱ μοναχοί.
Τὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ περιγράφεται ὡς ἑξῆς: Ὅταν τοῦ ζήτησαν οἱ μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς τῆς νήσου νὰ τοὺς συμβουλεύσει τί νὰ κάνουν, γιὰ νὰ προμηθεύονται τὰ ἀναγκαῖα λαχανικὰ γιὰ τὴ βασική τους διατροφή, τοὺς ἀπάντησε μὲ τὸν παρακάτω τρόπο: Γονάτισε καὶ ἀκουμπῶντας τὴν κεφαλή του στὸ ἔδαφος προσευχήθηκε θερμὰ πολλὴ ὥρα, παρακαλῶντας τὸν Θεὸ νὰ μεγαλώσει τὸ νησί, νὰ δώσει στοὺς ἀσκητὲς καὶ καινούργια γῆ, γιὰ νὰ γίνει εὔφορος κῆπος.
Ὅταν σηκώθηκε ὁ ἅγιος ἀπὸ τὸ ἔδαφος, εἶδαν ὅτι μὲ τὴν ἄµπωτη εἶχαν ὑποχωρήσει τὰ νερά (φαινόμενο συνηθισμένο στὰ νησάκια τῆς Οὐαλίας). Ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ τότε περπατῶντας χάραζε μὲ τὴν ἡγουμενική του ῥάβδο σὲ ἀπόσταση ἑνὸς μιλίου καὶ κάτι περισσότερο στὴν ἀποκαλυπτόμενη ἐπιφάνεια. Ἔπειτα σήκωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ παρακάλεσε θερμὰ τὸν Κύριο καὶ Δημιουργό μας νὰ µὴν ἐπιστρέψουν τὰ νερά, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἡ θάλασσα ἔγινε ξηρά, εὔφορη γῆ. Τότε ὁ Ἴχλτυτ μαζὶ µὲ τοὺς μοναχοὺς ἔσπειραν σπόρους, ποὺ ἀργότερα ἔδωσαν πλούσιους καρπούς.
Μετὰ τὸ γεγονός αὐτὸ κάθε χρόνο εἶχαν πολλὴ σοδειὰ καὶ ὅλα τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ τὴ συντήρηση ὄχι μόνο ὅσων μοναχῶν ἔμεναν μόνιμα ἐκεῖ καὶ ὅσων ἐρημιτῶν ἔρχονταν ν’ἀσκητεύσουν τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσουν πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐλεημοσύνη.
Στὸ νησὶ αὐτὸ ἐπίσης φύτρωναν πολλὰ βότανα καὶ ὑπῆρχαν ἄνθη κατάλληλα γιὰ αἰθέρια ἔλαια.
Ὁ ἅγιος εἶχε ζῆλο εὐαγγελικὸ καὶ ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς του ἦταν κάθε ψυχὴ νὰ ἔρθει στὸν Χριστό. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀπὸ τὴ μονή-σχολή του ἔφυγαν πολλοὶ ἱεραπόστολοι γιὰ τὴ Γαλλία, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὴ βιογραφία τοῦ ἀδελφοῦ του Σάτουρν.
Ὡς ἡγούμενος ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ ὅρισε ἐπίσης μετὰ τὶς ἀκολουθίες τῆς ἡµέρας νὰ γίνεται ἀνάγνωση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος κατὰ τὴν ἐξορία του στὴν Trier τῆς Γαλλίας (ἀπὸ τὸ 336 ἕως τὸ 338) εἶχε διαδώσει εὑρέως, κείμενα ἀπὸ τὰ γραπτὰ τοῦ ἅγιου Βασιλείου καὶ ἀκόμη ὅλα, ὅσα ἀναφέραμε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε πάρει ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ ἅγιου Κασσιανοῦ στὴ Μασσαλία.
Κάποτε, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡγουμενίας του, ὁ ἅγιος, ἐπιθυμῶντας περισσότερη ἄσκηση καὶ ἐρημία, κλείστηκε σὲ ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ χωρὶς νὰ ξέρει κανεὶς ποῦ ἀκριβῶς. Αὐτὸ ἔφερε θλίψη στοὺς μοναχοὺς καὶ μαθητές του, στοὺς φτωχοὺς ποὺ ἔτρεφε, στοὺς γυμνοὺς ποὺ ἔντυνε.
Στὴ σπηλιά, λέγει ἡ παράδοση, οἱ ἄγγελοι τὴν ἐνάτη ὥρα τοῦ ἔφερναν κρίθινο ψωμὶ καὶ ἕνα κομμάτι ψάρι. Ἔβγαινε μόνο, γιὰ νὰ πιεῖ νερὸ µὲ τὴ χούφτα ἀπὸ τὸ κοντινὸ ποτάμι Ἐγουένυ (Ewenny).
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γκίλτας, μοναχὸς στὴ μονὴ καὶ μαθητὴς στὴ σχολὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, ἀγαποῦσε νὰ φτιάχνει χάλκινες κουδοῦνες, ἀναμειγνύοντας διάφορα μέταλλα. Ἕνας θεληματάρης μοναχὸς κάποτε ἐστάλη νὰ πάει δῶρο μιὰ κουδούνα στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Δαβίδ. Στὸν δρόμο ὁ μοναχὸς ἔπαιζε τὴν κουδούνα καί, περνῶντας ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε ὁ ἅγιος, ὁ γλυκός της ἦχος τὸν ἔκανε νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν κρυψῶνα του. Παίρνοντας στὰ χέρια του τὴν κουδούνα, τὴν χτύπησε τρεῖς φορὲς καί, μαγεμένος ἀπὸ τὸν ἦχο της, ζήτησε νὰ τὴν ἀγοράσει.
Ό μοναχὸς ἀρνήθηκε νὰ τὴν πουλήσει, λέγοντας ὅτι τὴν πηγαίνει δῶρο στὸν ἅγιο Δαβὶδ κατ’ἐντολὴν τοῦ ἁγίου Γκίλτα. Φτάνοντας στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Δαβίδ, παρέδωσε τὴν κουδούνα, ἀλλὰ αὐτὴ δὲ χτυποῦσε. Ἀπορημένος ὁ ἅγιος Δαβὶδ ῥώτησε τὸν θεληματάρη, ἐὰν τὴν ἔπαιξε κάποιος στὴ διαδρομή.
Ὅταν ὁ μοναχὸς τοῦ ἀφηγήθηκε τὸ περιστατικὸ µὲ τὸν ἀσκητὴ στὸ δρόμο, ὁ ἅγιος Δαβὶδ τοῦ εἶπε: «πήγαινε πίσω στὴ σπηλιὰ καὶ δῶσε τὴν κουδούνα στὸν ἀσκητή, διότι σὲ αὐτὸν ἀνήκει·µάθε ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ ἀσκητὴς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἡγούμενό σας Ἴχλτυτ». Ὁ μοναχὸς ἐπέστρεψε στὴ μονὴ καὶ µὲ πολλὴ χαρὰ εἶπε σὲ ὅλους ὅτι βρῆκε τὸν ἡγούμενό τους.
Ἔτσι ὁ ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ γυρίσει πίσω στὴ μονή, δίνοντας τέρμα στὴν ἐρημία του. Γιὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ μονὴ ἔγινε μεγάλη πανήγυρη τὴ µέρα αὐτὴ καὶ οἱ μοναχοί, οἱ φτωχοὶ καὶ ὅλοι, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες πνευματικές, δόξαζαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεό.
Ἀφ’ὅτου ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὸν ἔγγαμο βίο, ἡ σύζυγός του Τρύνιχιτ, ὅταν ἦταν ἤδη ἡγούμενος στὸ Χλάντουιτ Μέιτζορ, τὸν ἐπισκέφθηκε μόνο μία φορά. Ἐκείνη, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ὅτι ὁ ἄνδρας της ἐκάρη μοναχός, ζοῦσε πάνω στὸ βουνό, σὲ ἕνα βραχῶδες κελλί, κοντὰ στὸν ποταμὸ Nadafan, λίγα μίλια ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου στὴν περιοχὴ Llanrhidian. Λέγουν γιὰ τὴν ἐρηµίτισσα ὅτι ζοῦσε ἀσκητικὰ βοηθῶντας καὶ στηρίζοντας συγχρόνως τὶς χῆρες καὶ τοὺς φτωχοὺς σὲ ἕνα πανδοχεῖο ποὺ εἶχε φτιάξει. Ἐπίσης λέγουν γιὰ τὴν Τρύνιχιτ ὅτι νήστευε ἕως τὴν ἐνάτη καὶ τότε μόνο ἔτρωγε κριθαρένιο ψωμὶ καὶ ἔπινε νερό.
Κάποια φορὰ φαίνεται ὅτι αἰσθάνθηκε τὴν ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν πρώην σύζυγό της. Ἐπειδὴ στὴ γύρω περιοχὴ μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὸν ἐνάρετο βίο του, θέλησε ν’ἀκούσει καὶ νὰ µάθει τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ συγχρόνως νὰ στηριχθεῖ µὲ τὶς συμβουλές του στὸν ἀσκητικό της βίο.
Ὅταν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, ὁ ἡγούμενος Ἴχλτυτ ἔσκαβε στὸν κῆπο τῆς μονῆς. Ὅμως, ἐκείνη δὲν ἀναγνώρισε τὸ ἀσκητικὸ καὶ διαφορετικὸ πιὰ πρόσωπό του μὲ τὰ γένια. Δὲν ἦταν πιὰ ὁ ὡραῖος στρατιωτικὸς καὶ εὐγενικὸς ἱππότης, ποὺ γνώριζε πρὶν πολλὰ χρόνια. Τὸν χαιρέτησε καὶ τὸν ῥώτησε ποὺ μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν πρώην σύζυγό της, ἀναφέροντας ποιὰ εἶναι.
Ἐκεῖνος δυσαρεστήθηκε ποὺ ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ χωρὶς νὰ ἔχει στείλει κάποιον νὰ τὸν ῥωτήσει, ἐὰν τῆς ἐπιτρέπει. Μὴν ἐπιθυμῶντας νὰ συνομιλήσει μαζί της, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ χάσει γιὰ λίγο τὸ φῶς της ὡς δοκιμασία. Ἡ Τρύνιχιτ ξαναβρῆκε σύντομα τὴν ὅρασή της, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς τὴ φόβισε τόσο, ὥστε ἔφυγε ἀµέσως καὶ δὲν επανῆλθε, φοβούμενη μὴν τὸν δυσαρεστήσει.
Ὁ ἅγιος εἶχε πλούσια τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μεταξὺ τῶν ἄλλων χαρισμάτων, τοῦ προφητικοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ, εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Μὲ τὴ θερμή του προσευχὴ καὶ τὶς μεσιτεῖες του στὸν Θεὸ θεράπευε ἀπὸ σοβαρὲς ἀσθένειες πλῆθος προσκυνητῶν, ποὺ προσέρχονταν στὴ ονή του ζητῶντας τὴ βοήθειά του.
Συχνὰ νήστευε καὶ προσευχόταν καθισμένος στὰ σκαλιὰ τοῦ κελλιοῦ του, γιὰ νὰ συγχωρήσει ὁ Θεὸς τὴν ἁμαρτία κάποιου ἄλλου, συμπάσχοντας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ συνανθρώπου του. Συχνὰ συνήθιζε νὰ λέει: «Ὅποιος στέλνει κακὰ στὸν ἄλλο, τὸ κακὸ ἐπιστρέφει στὸν ἴδιο».
Γράφουν ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος ἵδρυσε στὴν κεντροδυτικὴ Οὐαλία ἱερὸ χῶρο κοντὰ στὴ σημερινὴ πόλη Τολγκεχλέι (Dolgellau), στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μανδάιμ (Manddaum).
Ὅμως αὐτὸ δὲ φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ ἱστορικά, δηλαδὴ ὅτι ταξίδευσε στὴν τοποθεσία αὐτὴ ἢ ὅτι παρέμεινε κάποιο διάστημα καὶ ἵδρυσε ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφέρουν συχνὰ οἱ ἱστορικοὶ καὶ εἶναι ἐπιβεβαιωμένο, εἶναι ὅτι ταξίδευσε σὲ πολλὲς περιοχὲς τῶν Βρετανικῶν Νήσων γιὰ ἀνταλλαγὴ σπόρων καὶ ἴσως νὰ ἔφτασε καὶ στὴν περιοχὴ αὐτή. Ἴσως ἀκόμη νὰ πέρασε κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ἢ ἀπὸ σεβασμὸ καὶ τιμὴ πρὸς τὸν μεγάλο σχολάρχη ἔδωσαν τὸ ὄνομά του τοὺς ἑπομένους αἰῶνες σὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
Τὸν 13ο αἰ. κτίσθηκε ἐκεῖ ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ποὺ ἀνακαινίσθηκε ἕως σήμερα ἀρκετὲς φορές. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία βλέπουμε μιὰ μεγάλη πέτρα ποὺ λέγεται Kenric’s stone.
Πιθανῶς φιλοτεχνήθηκε στὰ µέσα τοῦ 12ου αἰ., κατ’ἄλλους νωρίτερα (ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι Hiberno-saxon τοῦ 9ου ἢ 10ου αἰ. μ.Χ.), ἔχει σχῆμα σκεπάσματος φερέτρου καὶ φέρει ἐπάνω της τὸ ἀποτύπωμα τοῦ ποδιοῦ τοῦ Kenric. Εἶναι ἕνα εἶδος τάματος ἢ παρακλήσεως στὸν ἅγιο Ἴχλτυτ ἀπὸ τὸν Kenric, ἀρχηγὸ τοπικῆς φυλῆς, ὁ ὁποῖος ζητᾷ ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ τὸν φέρει πίσω στὴν πατρίδα του τὴν Οὐαλία σῷο καὶ ἀβλαβῆ ἀπὸ τὰ προσκυνήματά του στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴ Ῥώμη καὶ τὸ νησὶ Μπάρτζι τῆς Β. Οὐαλίας.
Ἡ ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ.
Ὁ ἅγιος εἶχε τὸ διορατικὸ καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα· σὲ πολλοὺς προεῖπε τί θὰ τοὺς συμβεῖ μελλοντικά. Προεῖπε τὸν θάνατό του στοὺς δύο ἡγουμένους, τὸν Ἴσανο (Isanus) καὶ Ἀτόκλιο (Atoclius), πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ ἁγίου Δαβίδ, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Μόλις μπῆκαν στὸ κελλί του, τοὺς χαιρέτησε μὲ ἀγαλλίαση καὶ µὲ χαρὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ποὺ στὶς τελευταῖες του στιγμὲς θὰ ἔχει συντροφιὰ τοὺς πνευματικούς του φίλους, νὰ ψάλλουν μαζί του ὕμνους στὸν Κύριο, νὰ ὑμνοῦν τὰ μεγαλεῖα Του, νὰ Τὸν δοξάζουν γιὰ τὶς πλούσιες δωρεές Του.
Τοὺς προεῖπε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ δοῦν πῶς οἱ ἅγγελοι θὰ τὸν μεταφέρουν στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ πῶς θὰ πάρουν στὰ ἀγγελικά τους χέρια τὴν ψυχή του. Πράγματι, οἱ δυὸ ἡγούμενοι διηγοῦνταν ἀργότερα ὅτι ἄκουσαν τὶς ἀγγελικὲς καὶ οὐράνιες ἐκεῖνες μελῳδίες. Διηγοῦνται ἀκόμα ὅτι, ἐνῷ καὶ οἱ τρεῖς μὲ ἕνα στόμα δοξολογοῦσαν τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἡ ψυχὴ τοῦ ἡγουμένου Ἴχλτυτ ξεκίνησε ἐν εἰρήνῃ τὸν ταξίδι της γιὰ τὸν οὐρανό.
Ἐπίσης τοὺς εἶπε ὅτι καὶ τοὺς ἴδιους σύντομα θὰ καλέσει ὁ Κύριος, σύντομα θὰ συναντήσουν τὸν Νυμφίο Χριστό.
Πράγματι, σὲ 40 ἡµέρες ὁ ἡγούμενος Ἴσανος ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέπεμπε δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὶς δωρεές του. Μετὰ ἀπὸ 15 ἡµέρες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἐκοιμήθη καὶ ὁ ἡγούμενος Ἀτόκλιος. Ὁ ἅγιος ἐπίσης φέρεται ὅτι κάποιο διάστημα ἔζησε ὡς ἐρημίτης μὲ μεγάλη αὐστηρότητα στὴ Νότια Οὐαλία, κοντὰ στὸ Μαρίδουνον ἢ Μαυροβούνιο, σ’ἕνα λόφο ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του ἕως σήμερα, «βουνὸ τοῦ Ἴχλτυτ» (Mynydd Illtud) καὶ ἔχει ὕψος 1.100 πόδια. Ἡ παράδοση διέσωσε ὅτι ἐκεῖ ἔχει θαφτεῖ.
Ὑπάρχουν ἴχνη τοῦ τάφου τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, ποὺ ὀνομάζονται Bedd illtud (Illtud’ Grave). Σ’αὐτὸ τὸν ἁγιασμένο τόπο φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὸν 2ο μ.Χ. αἰ. οἱ χριστιανοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴ ρωμαϊκὴ πόλη Κάρδιφ καὶ στὶς γύρω περιοχὲς εἶχαν ἱδρύσει κατακόμβες ὡς τόπο λατρείας, καθὼς στὰ τέλη τοῦ 2ου καὶ τὸν τρίτο αἰῶνα διώκονταν ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους αὐτοκράτορες.
Οἱ χωρικοὶ τῆς γύρω περιοχῆς ἕως τὶς ἡµέρες μας διηγοῦνται ὅτι ἕως τὴν ἐποχὴ τῶν παππούδων τους ἀπὸ τὸ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου, στίς 6 Νοεμβρίου, ἔβλεπαν ὅλο τὸ βράδυ ἕνα οὐράνιο φῶς νὰ σκεπάζει τὴν περιοχὴ καὶ νὰ ἑστιάζει πάνω ἀπὸ τὸν τάφο του. Μέχρι τὸ 1900 τὸ ἑσπέρας τῆς 5ης πρὸς 6η Νοεμβρίου πλῆθος πιστῶν συγκεντρωνόταν στὸν τόπο αὐτό, γιὰ νὰ ψάλλουν ὕμνους καὶ τὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου.
Ἡ ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, ποὺ γράφτηκε λίγους αἰῶνες μετὰ τὴν κοιμησή του, συνηθιζόταν νὰ διαβάζεται, πρὶν καλλιεργήσουν οἱ γεωργοὶ τὴ γῆ, πρὶν σπείρουν καὶ φυτεύσουν ἄνθη καὶ δέντρα. Ἐπίσης, τὴ διάβαζαν οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν γιὰ νὰ ἀφομοιώσουν τὰ μαθήματα.
Διαβαζόταν σὲ ἑτοιμοθανάτους, ὥστε νὰ ἔχουν ὁσιακὸ καὶ εἰρηνικὸ τέλος, ὅπως ὁ ἅγιος. Ἀλλοῦ ὑπάρχουν ἀναφορὲς ὅτι ὁ ἅγιος ἐκοιμήθη στὴ γενέτειρά του. Πράγματι, ὁ ἅγιος λίγο πρὶν φύγει γιὰ τὴν οὐράνια ζωὴ ἐπισκέφθηκε τοὺς πρώην μαθητές του, τοὺς πνευματικοὺς φίλους καὶ συμπατριῶτες του στὴ Βρεττάνη. Προφανῶς, ὅμως, δὲν κοιμήθηκε ἐκεῖ.
Ἐπίσης, ὁ Ἴχλτυτ, ὅταν ἔπεσε λιμὸς στὴ Βρεττάνη, εἶχε ἔρθει μὲ πλοῖα, φέρνοντας σπόρους καλαμποκιοῦ καὶ τρόφιμα, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀναγκεμένους.
Στὶς ἀρχαῖες ἐπισκοπὲς τῆς Γαλλίας Leon, Vannes καὶ Treguier βρίσκουμε ἑπτὰ ἐκκλησίες ἀφιερωμένες στὴ μνήμη του, ἱδρυμένες ἀπὸ πνευματικά του παιδιά. Μάλιστα, στὴ Β. Γαλλία, στὴν περιοχὴ Landebaeron in Cotes-du-Nord, τῆς ὁποίας εἶναι προστάτης, φυλάσσεται ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν κάρα τοῦ ἁγίου μέσα σὲ ἀσημένια λειψανοθήκη καὶ πολλὰ θαύματα γίνονται σὲ ὅσους ζητοῦν τὶς μεσιτεῖες του.
Ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἱδρύθηκαν 15 ἐκκλησίες στὴν Οὐαλία ἀφιερωμένες σὲ αὐτόν. Στὴ νῆσο Caldey, ὅπου ἔζησε καὶ µόνασε ὁ μαθητής του Σαμψών, ἔχτισε ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ δασκάλου του, ἅγιου Ἴχλτυτ, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ κελλὶ τοῦ μετοχίου τους, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἀνακαινισμένη ἕως σήμερα.
Ἐκεῖ ὑπάρχει μία φημισμένη πέτρα (Ogham Stone) μὲ ὀγκαμικὴ καὶ λατινικὴ ἐπιγραφή. Οἱ χαρακτῆρες τοῦ ὀγκαμικοῦ ἀλφαβήτου χρονολογοῦνται τὸν 6ο αἰ. καὶ ἡ λατινικὴ γραφὴ περίπου τὸ 900 µ.Χ. (κατ’ ἄλλους πιὸ πρίν). Ἔχει στὴν κορυφὴ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ φτάνει σὲ ὕψος 5 ποδῶν (1,5 μέτρο).
Στὴ μικρὴ σημερινὴ πόλη, ὅπου ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ τὸν 5ο αἰ. ἵδρυσε τὴ μονή-σχολή του στὴ Ν. Οὐαλία, ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες ἀφιερωμένες στὴ μνήμη του.
Ἡ ὄμορφη ἐκκλησία του «Llanilltud Fawr» οἰκοδομήθηκε πάνω ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ τοῦ ἁγίου, ποὺ καταστράφηκε τὸ 987 ἀπὸ τοὺς Βίκινγκς. Δύο δημοτικὰ σχολεῖα καὶ ἕνα γυμνάσιο τῆς πόλης αὐτῆς ἐπίσης φέρουν τὸ ὄνομά του.
Ὁ ἅγιος κοιμήθηκε στὶς 6 Νοεμβρίου 537 σὲ ἡλικία 87 ἐτῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται 6 Νοεμβρίου καὶ 6 Σεπτεμβρίου. Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ ἀνώνυμος μοναχὸς τῆς Βρεττάνης, ποὺ τὸ 610 μ.Χ. ἔγραψε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σαμψών (495-465 μ.Χ.), ἐπισκόπου Dol, τοῦ ἀγαπητοῦ μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ, ἀναφέρει ὅτι ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Ἴχλτυτ στὴ Ν. Οὐαλία καὶ ὅτι οἱ πληροφορίες ποὺ μπόρεσε νὰ συλλέξει εἶναι αὐθεντικές. Κατέγραψε ὅ,τι τοῦ διηγήθηκαν οἱ γεροντότεροι λαϊκοὶ καὶ μοναχοὶ ποὺ συνάντησε, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἦρθαν σὲ νεαρὴ ἡλικία νὰ μονάσουν στὴ μονή, γνώρισαν τόν ἅγιο, πρὶν φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ τὸ 537 μ.Χ.
Ἄλλοι κατέθεσαν ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ πρῶτο χέρι ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους σχετικὰ µὲ τὸν ἅγιο ἡγούμενο καὶ σχολάρχη Ἴχλτυτ. Ὁ βιογράφος βεβαιώνει ὅτι ἔγιναν ὅλα ἔτσι, ὅπως τὰ γράφει (βλέπε στὸ χειρόγραφο Vita Samsonis).
Ἀκόμη, γιὰ τὸν βίο του βρίσκουμε πληροφορίες στὰ χειρόγραφα τῆς μονῆς La Noe Venec καὶ στὸν βίο τοῦ μαθητῆ του Παύλου Αὐριλιανοῦ (Paul Aurelian, 479-579). Ἐπίσης ἀπὸ τὸν μοναχὸ Nennius (περ. 740-835) γνωρίζουμε ἀρκετὰ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴ βιογραφία τοῦ ἀδελφοῦ του Σατουρνίνου, ποὺ γράφτηκε τὸ 1140 μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐπίσης, οἱ ἱερεῖς τῆς ἔνδοξης μονῆς Llandaf στὰ χειρόγραφά τους τὸν 12ο αἰ., περιγράφουν τὸν βίο καὶ τὴ λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς του σχολῆς.
(1)Τὸ ὄνομά του τὸ συναντοῦμε ὡς Illtud, Iltuti, Elltud, Eltut, Ideuc καὶ λατινικὰ Iltutus ἢ Hildutus. Ἀργότερα τοῦ ἔδωσαν τὸ ἐπίθετο Illtud Farchog (the Warrior), δηλαδὴ ὁ Πολεμιστής, καὶ στὸν ἀδελφό του: Sadwrn Farchog, ὅπως καὶ στὸν ἅγιο Σαμψών, τὸν μαθητή του. Σύμφωνα μὲ μιὰ πηγὴ Νορμανδῶν τῆς Βρετανίας τὸ ὄνομα Illtud ἢ Eltut σημαίνει «αὐτὸς ποὺ σώθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ πονηρὰ πνεύματα» (στὰ λατινικὰ «Ille ab omne mine tutus» καὶ ἀγγλικὰ «The one safe from all evil»).
(2) Ἡ γιαγιὰ τοῦ πατέρα του, Aldor, ἦταν κόρη τῆς ἀδελφῆς τοῦ ἁγίου Πατρικίου, προστάτη τῆς Ἰρλανδίας, τῆς Llamain, καὶ τοῦ Restitutus καὶ ἐπίσης ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ (400-474 μ.Χ.), ἐπισκόπου τῆς Νήσου τοῦ Ἀνθρώπου (Island of Man).
(3)Ἡ Ῥηγούλα (Rieingulid, στὰ λατινικὰ Regina) ἦταν βρετανικῆς καταγωγῆς, ἐγγονὴ τοῦ βασιλιᾶ Κουνέδα. Ἡ ἀδελφή της Ἰγκέρνα (Igernα ἢ Igraine) ἦταν ἡ µητέρα τοῦ βασιλιᾶ Ἀρθούρου.
(4)Ὁ ἅγιος Μπρίοκ (Briok ἢ Brieuc, Βριόχος), γιὸς τοῦ Cerpus καὶ τῆς Eldruda καὶ ἀπόγονος τοῦ βασιλιὰ Κουνέδα, ἐπῆγε νὰ σπουδάσει στὸ Παρίσι δίπλα στὸν δάσκαλο ἅγιο Γερμανὸ τῶν Παρισίων κατόπιν ἐντολῆς τὴν ὁποία ἔδωσε στὴ μητέρα του ἕνας ἄγγελος. Ἐκοιμήθη τὸ 530 µ.Χ. στὴ Βρεττάνη, στὴν πόλη ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομά του Σαὶν Μπριέ (St. Brieuc). Ἐτάφη στὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶχε ἱδρύσει, καὶ ἡ ὁποία σήμερα εἶναι ὁ ὁµώνυμος καθεδρικὸς ναός του.
(5)Ὁ Σάτουρν καὶ ἡ Κάννα ἀπέκτησαν ἀπὸ τὸ γάμο τους ἕνα γιό, τὸν ἅγιο Κράχλο.
(6)Ὁ ἅγιος Ἴχλτυτ γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ σημερινὴ Γαλλία, κοντὰ στὶς περιοχὲς τῆς φυλῆς Aquitani. Αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι γίγαντες (Megalithic people), ποὺ ἔφθασαν στὴν Ἀκουϊτανία ἀπὸ τὴν Μακεδονία, τὸ Αἰγαῖο καὶ τὸ Ἰόνιο πέλαγος. Ἡ φυλὴ αὐτὴ διατηροῦσε στὴν παράδοσή της γνώσεις, ὅπως ποιᾶ φυτὰ εἶναι φαρμακευτικά, ποιᾶ ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν φαρμακευτικὲς χρήσεις, ποιᾶ εἶναι δηλητηριώδη καὶ ἐπίσης ποιᾶ χρησιμοποιοῦνται γιὰ ῥοφήματα. Ἀπὸ τὴν Ἀκουιτανία ἀρκετοὺς αἰῶνες π.Χ. μέλη τῆς φυλῆς αὐτῆς ἔφθασαν στὴν Ἰρλανδία καὶ στὶς Βρετανικὲς Νήσους. Ἐπίσης αὐτὴ τὴ συνταγὴ ῥοφήματος τὴ γνώριζαν οἱ ἀρχαῖοι Βρετόνοι (Britons). Ὁ Ἕλληνας Πυθέας (353-300 π.Χ.) μετὰ τὸ ἐρευνητικὸ ταξίδι του στὴ Βρετανία ἀπὸ τὸ 325 ἕως τὸ 323, γράφει ὅτι, ὅταν ταξίδευσε γύρω ἀπὸ τὶς Βρετανικὲς Νήσους, συνάντησε ἀνθρώπους ποὺ ἔκαναν χρήση τοῦ ῥοφήματος αὐτοῦ.
(7)Οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ συμφωνοῦν ὅτι ὁ πατέρας του Ἀμοῦν (Amwn ἢ Anun) ἦταν γιὸς τοῦ πρίγκιπα Ὀνωρίου τῆς Βρεττάνης καὶ ὅτι ἡ μητέρα του Ἄννα ἦταν κόρη τοῦ Meurig (Μαυρικίου) καὶ ἐγγονὴ τοῦ βασιλέα μάρτυρα Tewdrig.
(8) Ὁ ἅγιος Δουβρίκιος χειροτόνησε 2000 διακόνους καὶ ἱερεῖς καὶ ἔκειρε μοναχοὺς καὶ μοναχές, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὴ μητέρα του, μοναχὴ Efyddyl. Ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Οὐαλίας ἕως τὸ 545 μ.Χ. καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς Οὐαλίας προσδοκοῦσαν μία ἐπίσκεψή του, προκειμένου νὰ χειροτονήσει. Δικαίως ἔχει τὸν τίτλο «πατέρας τοῦ οὐαλικοῦ μοναχισμοῦ».
Από το βιβλίο της Κασσιανής Μαζαράκη "Ορθόδοξη Βρετανική και Κελτική Εκκλησία."
Το βρήκα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου